Η εμμονή επί χρόνια της Δύσης στις ανοικτές αγορές υπηρέτησε με συνέπεια τη μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα που έφερε μεν άπειρα υπερκέρδη στους διαχειριστές κεφαλαίων αλλά υπονόμευσε από την άλλη την παραγωγική βάση των εθνικών οικονομιών και λειτούργησε διαβρωτικά στην προοπτική της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Το χειρότερο όμως από μεριάς δυτικών Κυβερνήσεων ήταν ότι πέραν του οικονομικού αντίκτυπου και της διεύρυνσης των εμπορικών ελλειμμάτων λόγω υστέρησης των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών ήταν ότι υπέσκαψαν και τα θεμέλια της όποιας κοινωνικής πολιτικής, μιας πολιτικής συνοχής , που ήταν για δεκαετίες το καύχημα της Ευρώπης με επίκεντρο τον άνθρωπο και την ανακούφιση των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων .Σε όλα λοιπόν αυτά βρήκαν πρόσφορο έδαφος χώρες και Κυβερνήσεις της άπω Ανατολής όπως η Κίνα, η Κορέα , η Ινδονησία κ.ά. που στρατηγικά εστίασαν στην μαζική βιομηχανική παραγωγή για να ικανοποιήσουν την διεθνώς αυξημένη ζήτηση, στην πρόσληψη εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού και στις αυτοματοποιημένες διαδικασίες , κάτι που τους επέτρεψε να διεισδύσουν, να κυριαρχήσουν και να εξάγουν προϊόντα σε όλο τον κόσμο.
Η βιομηχανική αυτή κυριαρχία και κατίσχυση έναντι της Δύσης ωφέλησε την ανταγωνιστικότητά τους και βελτίωσε το βιοτικό τους επίπεδο σε βαθμό που η υπερβάλλουσα από πλευράς τους ζήτηση σε δυτικότροπου τρόπου ζωής προϊόντα πχ. ζωΐκής προέλευσης συνέβαλλε και στην κούρσα ανόδου των διεθνών τιμών αρκετών προϊόντων.
Με εμφανή ως εκ τούτου την κατάρρευση του παγκόσμιου βιομηχανικού καπιταλισμού και τις νέες αναδυόμενες προκλήσεις για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα το ερώτημα που ανακύπτει σχετίζεται προφανώς με την κατανόηση του μεγέθους και της έντασης αυτών των προκλήσεων καθώς η όποια δυνατότητα θέσπισης παρεμβατικών Στρατηγικών από την Ευρωπαϊκή Ένωση προϋποθέτει την ενδελεχή ανάλυση και μελέτη των δυναμικών εκείνων παραμέτρων που καθορίζουν την επόμενη μέρα και επιφυλάσσουν για την Ευρώπη το ρόλο μιας κυρίαρχης ηγεμονεύουσας δύναμης.
Επιπλέον η εστίαση σε θέματα μεταναστευτικών ροών που συνιστούν διαρκή απειλή όπως και αποθεμάτων ενεργειακής αυτονομίας αποτελούν κυρίαρχες στρατηγικές προτεραιότητες.
Επίσης, το ζήτημα της αναπτυξιακής μεγέθυνσης, των επιτοκίων που σχετίζονται με την ανάπτυξη, του πληθωρισμού και υφεσιακών καταστάσεων που είναι πιθανό να περιπέσουν οι οικονομίες, συνιστούν σοβαρά κεφάλαια ανάλυσης και μελέτης, επιπροσθέτως εξαιτίας και της πολιτικής δασμών που αφορούν την Ευρώπη και τελούν στην παρούσα φάση σε διαπραγματευτικό στάδιο.
Όσον αφορά τώρα τη χώρα μας οι πολύ καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, το δημοσιονομικό και πρωτογενές πλεόνασμα, η αύξηση των επενδύσεων συνολικά ως ποσοστό του ΑΕΠ, η καλή διαχείριση του δημόσιου χρέους, η τιθάσευση του πληθωρισμού και η αντιμετώπιση της ανεργίας, της επιτρέπουν να ατενίζει την επόμενη ημέρα με σχετική αισιοδοξία.
Αν κανείς εστίαζε στις περιοχές εκείνες που χρήζουν παρέμβασης και βελτίωσης αυτές θα ήταν η κάλυψη της διαφοράς εξαγωγών- εισαγωγών που «γεννά» εμπορικά ελλείμματα, το επενδυτικό κενό συγκρινόμενο με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε Δημόσια Διοίκηση, Υγεία και Παιδεία και βεβαίως η υιοθέτηση ολοκληρωμένης πρότασης που αφορά τον προσανατολισμό της οικονομίας μας στην κατεύθυνση ενός παραγωγικού, αναπτυξιακού προτύπου που θα απελευθερώσει τις υγιείς δυνάμεις της επιχειρηματικότητας και θα τραβήξει την οικονομία μπροστά.
Στην επιλογή αυτή η αξιοποίηση του υπολοίπου των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα συνεισφέρει τα μέγιστα στην αναπτυξιακή δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας
* Ο Αντώνης Ζαΐρης είναι καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων και μέλος της Ένωσης Αμερικάνων Οικονομολόγων (ΑΕΑ)