Συγκεκριμένα, η μέση περιεκτικότητα σε αλάτι στο μη συσκευασμένο ψωμί που πωλείται στα αρτοποιεία αυξήθηκε από 1,32% το 2012 σε 1,41% το 2024.
Μόλις το 19,4% των δειγμάτων συμμορφώθηκε με το όριο του 1,2% που προέβλεπε το Μνημόνιο Συνεργασίας (MoU) μεταξύ ΕΦΕΤ και Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας. Το 2012 το ποσοστό αυτό ήταν 31,8%.
Ο ΕΦΕΤ εκφράζει έντονη ανησυχία για τη δημόσια υγεία, καθώς το ψωμί αποτελεί βασική πηγή αλατιού στη διατροφή των Ελλήνων. Ο ΠΟΥ συστήνει μέγιστη ημερήσια πρόσληψη 5 γραμμαρίων, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες καταναλώνουν σχεδόν το διπλάσιο.
Η υψηλή κατανάλωση αλατιού αυξάνει την αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο καρδιοπαθειών, εγκεφαλικών επεισοδίων, νεφρικής νόσου και οστεοπόρωσης. Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι η συμμόρφωση στα συνιστώμενα επίπεδα θα μπορούσε να αποτρέψει έως και 2,5 εκατ. θανάτους ετησίως παγκοσμίως.
Η αύξηση στην περιεκτικότητα αλατιού θεωρείται απροσδόκητη, καθώς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντίστοιχες εθελοντικές δράσεις είχαν θετικά αποτελέσματα. Η αποτυχία στην Ελλάδα πιθανόν να οφείλεται σε φόβους των αρτοποιών για μειωμένη αποδοχή του προϊόντος ή στο μη υποχρεωτικό πλαίσιο εφαρμογής.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι απαιτείται πλέον νομοθετική ρύθμιση, καθώς οι διεθνείς πρακτικές δείχνουν ότι η μείωση του αλατιού στο ψωμί είναι εφικτή, δεν απαιτεί αλλαγή συνταγής και δεν επηρεάζει τις πωλήσεις. Μάλιστα, σταδιακές μειώσεις έως 30-40% συνήθως δεν γίνονται αντιληπτές από τους καταναλωτές.
Ο πρόεδρος του ΕΦΕΤ, Α. Ζαμπέλας, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα χρειάζεται «ρεαλιστική αλλά δεσμευτική πολιτική για το αλάτι», τονίζοντας ότι η μείωση της πρόσληψης αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης χρόνιων νοσημάτων.
Η μελέτη του ΕΦΕΤ βασίστηκε σε δεδομένα της Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ.) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2025 στο διεθνές περιοδικό Nutrients.

