Οι επιχειρήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιούν μια ξεχασμένη ρύθμιση της τελωνειακής νομοθεσίας, γνωστή ως «κανόνας πρώτης πώλησης», για να μετριάσουν τον οικονομικό αντίκτυπο των δασμών. Ο κανόνας αυτός επιτρέπει στους εισαγωγείς να δηλώνουν τη χαμηλότερη τιμή στην οποία ένα προϊόν πωλείται για πρώτη φορά—συνήθως από τον κατασκευαστή στον αρχικό προμηθευτή—αντί για την υψηλότερη τιμή που το αγοράζει ο τελικός εισαγωγέας, μειώνοντας έτσι το ύψος του δασμού.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ένας Κινέζος παραγωγός πουλά ένα μπλουζάκι για 5 δολάρια σε έναν μεσάζοντα στο Χονγκ Κονγκ, ο οποίος στη συνέχεια το πουλά σε έναν αμερικανό λιανοπωλητή για 10 δολάρια. Ο τελικός λιανοπωλητής το προσφέρει στους καταναλωτές έναντι 40 δολαρίων. Με βάση τον κανόνα πρώτης πώλησης, ο δασμός θα υπολογιστεί επί της τιμής των 5 δολαρίων, όχι των 10, κάτι που εξοικονομεί σημαντικό κόστος για την επιχείρηση.
Από τη δεκαετία του ’80 στον εμπορικό πόλεμο Τραμπ
Η πρακτική αυτή υπάρχει από το 1988, αλλά γνώρισε αναβίωση κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ, όταν επιβλήθηκαν δασμοί 25% στην Κίνα. Σύμφωνα με τον Sid Paruthi της Moss Adams, η νομοθεσία αυτή γίνεται ξανά επίκαιρη λόγω των νέων δασμολογικών μέτρων.
Για να επωφεληθεί μια επιχείρηση από τον κανόνα, πρέπει να πληρούνται τέσσερα βασικά κριτήρια:
- Δύο τουλάχιστον διακριτές πωλήσεις, από παραγωγό σε μεσάζοντα και από μεσάζοντα στον εισαγωγέα.
- Συναλλαγές υπό όρους αγοράς και μεταξύ ανεξάρτητων μερών.
- Τεκμηρίωση ότι το προϊόν προοριζόταν για τις ΗΠΑ.
- Αποδείξεις της πρώτης τιμής πώλησης.
Παρότι οι δασμοί υπολογίζονται συνήθως στην τιμή εισαγωγής, ο εισαγωγέας μπορεί να διεκδικήσει την εφαρμογή της πρώτης τιμής, εφόσον καταφέρει να αποδείξει το αρχικό κόστος. Ωστόσο, πολλοί πωλητές δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν τέτοιες πληροφορίες, γεγονός που κάνει την τεκμηρίωση απαιτητική. Όπως παρατηρεί ο Brian Gleicher της Miller & Chevalier, η διαφάνεια απαιτεί «επίπεδο εμπιστοσύνης» μεταξύ των μερών, κάτι που ενέχει ρίσκο, ειδικά όταν οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι περίπλοκες.
Παρά τις προκλήσεις και τις απαιτήσεις τεκμηρίωσης, ο κανόνας πρώτης πώλησης παραμένει ελκυστικός για τις επιχειρήσεις, καθώς οδηγεί σε ουσιαστική μείωση κόστους σε περιβάλλον υψηλών τελωνειακών επιβαρύνσεων.