Η Deutsche Bank, στο τελευταίο της report για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο (12/9/2025), αναλύει σε βάθος τις προοπτικές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες και η Τράπεζα Κύπρου.
Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών σε κεφαλαιακή επάρκεια, μείωση NPEs και αναβάθμιση αξιολογήσεων, οι επενδυτές πλέον εστιάζουν σε πιο «δύσκολες» ερωτήσεις: πώς θα διατηρηθεί η κερδοφορία σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων και ποια θα είναι η στρατηγική αξιοποίηση του υπερβάλλοντος κεφαλαίου.
Στις συστάσεις, η DB δίνει «αγορά» για Eurobank (τιμή-στόχος 3,9 ευρώ), Πειραιώς (7,7 ευρώ), Alpha Bank (3,9 ευρώ) και Τράπεζα Κύπρου (8,7 ευρώ), ενώ για την Εθνική Τράπεζα συστήνει «διακράτηση» με στόχο τα 13,4 ευρώ.
Για την Alpha Bank, το ερώτημα είναι πώς θα ενισχύσει τα έσοδα από προμήθειες, πώς θα επεκτείνει τον δανεισμό και αν θα κατευθύνει το πλεονάζον κεφάλαιο σε μερίσματα, επαναγορές ή εξαγορές.
Η Πειραιώς, μετά τη θεαματική ανάκαμψη, καλείται να αποδείξει ότι η κερδοφορία της είναι διατηρήσιμη, με έμφαση στο κόστος χρηματοδότησης και στη σταθερότητα των επιτοκιακών περιθωρίων.
Η Eurobank ξεχωρίζει για τη διεθνή της παρουσία, με τη DB να θέτει ερωτήματα για το αν μπορεί να ξεπεράσει τους στόχους του 2025 και να ενισχύσει περαιτέρω τα έσοδα από προμήθειες και Wealth Management.
Η Εθνική Τράπεζα αντιμετωπίζει πρόκληση από την προβλεπόμενη μείωση του NII (-9% το 2025), με το στοίχημα να αφορά τη διατήρηση υγιών περιθωρίων και τη διοχέτευση νέων χορηγήσεων.
Τέλος, η Τράπεζα Κύπρου επικεντρώνεται στη διατήρηση της αποδοτικότητας (C/I στο 36% στο α’ εξάμηνο) και στην αξιοποίηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας μετά την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής Κύπρου.
Σε επίπεδο κλάδου, η Deutsche Bank σημειώνει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται με P/E 9,1 φορές για το 2026, προσφέροντας συνδυαστική απόδοση από μερίσματα και επαναγορές σχεδόν 9%. Οι ελληνικές και η κυπριακή τράπεζα θεωρούνται σε πλεονεκτική θέση, ωστόσο το μεγάλο στοίχημα παραμένει: μπορούν να αποδείξουν ότι η κερδοφορία τους είναι ανθεκτική πέρα από τον κύκλο των υψηλών επιτοκίων;