Το άρθρο 145 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4057/2012, ρυθμίζει τη διαγραφή των πειθαρχικών ποινών που έχουν επιβληθεί σε δημόσιους υπαλλήλους. Η διαγραφή αυτή συνεπάγεται την αφαίρεση της ποινής από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και την παύση των έννομων συνεπειών της.
Χρόνοι διαγραφής πειθαρχικών ποινών:
-
Επίπληξη: Διαγράφεται αυτοδικαίως μετά από 3 έτη.
-
Πρόστιμο: Διαγράφεται αυτοδικαίως μετά από 8 έτη.
-
Λοιπές ποινές (π.χ. στέρηση προαγωγής): Διαγράφονται αυτοδικαίως μετά από 10 έτη.
Η διαγραφή πραγματοποιείται μόνο εφόσον, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο υπάλληλος δεν έχει τιμωρηθεί με άλλη πειθαρχική ποινή. Ο χρόνος διαγραφής υπολογίζεται από την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής .
Ποινές που δεν διαγράφονται:
-
Οριστική παύση
-
Προσωρινή παύση
-
Υποβιβασμός
Οι παραπάνω ποινές παραμένουν στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και συνεχίζουν να επηρεάζουν την υπηρεσιακή του κατάσταση, χωρίς δυνατότητα διαγραφής .
Διαδικασία μετά τη διαγραφή:
Όταν μια ποινή διαγράφεται, ο σχετικός πειθαρχικός φάκελος αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η ποινή δεν επιτρέπεται να λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε υπηρεσιακή κρίση ή διαδικασία αξιολόγησης του υπαλλήλου .
Σημαντικές επισημάνσεις:
-
Ο χρόνος διαγραφής αρχίζει να μετρά από την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής. Εάν η εκτέλεση καθυστερήσει λόγω ενστάσεων ή προσφυγών, ο χρόνος διαγραφής δεν ξεκινά.
-
Κατά τη διάρκεια του χρόνου που απαιτείται για τη διαγραφή, ο υπάλληλος δεν πρέπει να τιμωρηθεί με άλλη πειθαρχική ποινή.
-
Η διαγραφή δεν ισοδυναμεί με παραγραφή του παραπτώματος. Η διαγραφή αφορά την ποινή και τις συνέπειές της, ενώ η παραγραφή σχετίζεται με το πειθαρχικό παράπτωμα καθαυτό.
Η διαγραφή πειθαρχικών ποινών λειτουργεί ως μηχανισμός αποκατάστασης για υπαλλήλους που έχουν επιδείξει καλή διαγωγή μετά την επιβολή της ποινής, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν την υπηρεσιακή τους πορεία χωρίς το βάρος παλαιότερων πειθαρχικών κυρώσεων.