Η ειδική εισφορά 2% υπέρ ανεργίας, που επιβάλλεται στους δημόσιους υπαλλήλους από το 2011, δεν θα καταργηθεί, παρά τις αντιδράσεις. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Αιτιολογία και ιστορικό του μέτρου
Η εισφορά αυτή θεσμοθετήθηκε το 2011 κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με το νόμο 3986/2011. Σκοπός της ήταν να ενισχυθούν τα ταμεία με χρήματα για προγράμματα που θα βοηθήσουν στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην ενίσχυση της απασχόλησης. Η εισφορά αφορά το 2% επί των τακτικών αποδοχών, πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων, των Ν.Π.Δ.Δ. και των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α.
Η θέση των δημόσιων υπαλλήλων
Παρ’ όλο που ο στόχος της εισφοράς ήταν η μείωση της ανεργίας, οι δημόσιοι υπάλληλοι υποστηρίζουν ότι δεν εξυπηρετεί πλέον τον σκοπό της, καθώς η ανεργία μειώνεται σταθερά και οι αυξήσεις στους μισθούς τους είναι περιορισμένες, κυρίως λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού. Η ΑΔΕΔΥ σημειώνει ότι η εισφορά δεν συνάδει με την επιτυχία της ελληνικής οικονομίας, την ώρα που ο Ιδιωτικός Τομέας ωφελείται από την ανάπτυξη, με αυξήσεις στους μισθούς και τη μείωση της ανεργίας.
Η ειδική εισφορά επιβαρύνει τους δημόσιους υπαλλήλους με 20 έως 70 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με το εισόδημά τους. Οι πιο επηρεαζόμενοι είναι οι υπάλληλοι με ετήσιο εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ, όπως οι δικαστικοί, πανεπιστημιακοί και γιατροί του ΕΣΥ.
Η θέση του υπουργείου Οικονομικών
Το Υπουργείο Οικονομικών υπεραμύνεται της διατήρησης της εισφοράς, επισημαίνοντας ότι τα έσοδα ύψους 275 εκατομμυρίων ευρώ, που αποφέρθηκαν το 2024, συμβάλλουν ουσιαστικά στον δημοσιονομικό χώρο και αντισταθμίζουν άλλες απώλειες από την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.