Στην Ελλάδα του 2025, μια γενιά νέων επαγγελματιών δηλώνει ότι μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα της ζητά η αγορά. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για άτομα ηλικίας 15 έως 34 ετών, ένας στους πέντε νέους (19,5%) θεωρεί ότι διαθέτει δεξιότητες ανώτερες από αυτές που απαιτεί η τωρινή ή η τελευταία του εργασία, ενώ μόλις το 3,1% πιστεύει ότι του λείπουν προσόντα.
Η αναντιστοιχία μεταξύ εκπαίδευσης και απασχόλησης αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα στοιχεία: όσο υψηλότερο το μορφωτικό επίπεδο, τόσο εντονότερη η αίσθηση υπερεξειδίκευσης. Μεταξύ των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το 22,7% εκτιμά ότι εργάζεται σε θέσεις κατώτερες των δυνατοτήτων του. Στους ανέργους με πανεπιστημιακή μόρφωση, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 41,5%, υπογραμμίζοντας το κενό που χωρίζει τα πτυχία από τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Αντίθετα, μεταξύ των ατόμων χαμηλότερης εκπαίδευσης, μόλις το 6,5% αισθάνεται ότι υποαπασχολείται.
Η πλειονότητα των νέων (70,9%) δηλώνει πάντως ότι οι δεξιότητές της ταιριάζουν στις απαιτήσεις της εργασίας της, με τους άνδρες (73%) και όσους ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 25–29 ετών (72,1%) να εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά. Στους νεότερους, κάτω των 25 ετών, η εικόνα αντιστρέφεται: μόλις 57% θεωρούν ότι η δουλειά τους ανταποκρίνεται στις δυνατότητές τους.
Όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο, περίπου 7 στους 10 (69,2%) θεωρούν ότι οι σπουδές τους καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Η εικόνα διαφοροποιείται ανάλογα με το εργασιακό καθεστώς: 72,2% στους εργαζόμενους, αλλά μόλις 52,3% στους ανέργους και 61% στα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού. Το μεγαλύτερο χάσμα εμφανίζεται ξανά στους ανέργους, όπου το 32,5% απασχολείται ή έχει απασχοληθεί σε θέση χαμηλότερη των προσόντων του.
Η ανισότητα μεταξύ φύλων είναι επίσης παρούσα: το 24% των γυναικών δηλώνει ότι εργάζεται σε θέση κατώτερη του επιπέδου σπουδών της, έναντι 20,3% των ανδρών.
Όταν οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν κατά πόσο το αντικείμενο των σπουδών τους συμβαδίζει με τη δουλειά τους, τα δύο τρίτα (65,7%) απάντησαν θετικά. Ωστόσο, οι αποκλίσεις ανά κλάδο είναι σημαντικές: οι απόφοιτοι Γεωργίας και Κτηνιατρικής εμφανίζουν τη μικρότερη αντιστοίχιση (52,2%), ενώ όσοι έχουν σπουδάσει Οικονομικά, Διοίκηση ή Νομικά, τη μεγαλύτερη (74,4%).
Αξιοσημείωτο είναι πως μόλις 2,2% των νέων εγκατέλειψε κάποιο πρόγραμμα σπουδών χωρίς να το ολοκληρώσει, ποσοστό που αυξάνεται ελαφρώς στους άνδρες (2,8%) και στους ανέργους (3,8%).
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει έτσι ένα διπλό πρόβλημα: αφενός την αδυναμία της αγοράς να αξιοποιήσει τις δεξιότητες των νέων πτυχιούχων, και αφετέρου τη διαρκή αίσθηση αδικίας που δημιουργείται σε μια γενιά υψηλής εκπαίδευσης, αλλά περιορισμένων ευκαιριών.

