Η κανονική άδεια δεν είναι «χάρη» ούτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Είναι θεμελιωμένο δικαίωμα των εργαζομένων και, με βάση το ισχύον πλαίσιο, πρέπει να εξαντλείται μέσα στο ημερολογιακό έτος. Αν αυτό δεν συμβεί, ο νόμος βάζει σαφή χρονικά και οικονομικά όρια, και από το 2026 αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί.
Σήμερα, αν η ετήσια άδεια δεν χορηγηθεί έως το τέλος του έτους, μεταφέρεται υποχρεωτικά, αλλά πρέπει να δοθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Αν ούτε τότε ληφθεί, δεν «χάνεται», αλλά μετατρέπεται σε χρηματική αποζημίωση, με διαφορετικές συνέπειες ανάλογα με το ποιος ευθύνεται.
Όταν η μη χορήγηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, οι αποδοχές άδειας καταβάλλονται στο διπλάσιο. Αν, αντίθετα, δεν υπάρχει ευθύνη του εργοδότη, οι ημέρες άδειας που δεν λήφθηκαν πληρώνονται ως κανονικές εργάσιμες ημέρες. Σε κάθε περίπτωση, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα της άδειας θεωρείται άκυρη, ενώ σε λύση της σύμβασης ή απόλυση οφείλονται όλες οι αποδοχές για τις ημέρες άδειας που δεν έχουν ληφθεί.
Από 1η Ιανουαρίου 2026, όμως, το καθεστώς αλλάζει ουσιαστικά. Στο πλαίσιο της ευρύτερης αναμόρφωσης της εργατικής νομοθεσίας, εισάγονται ρυθμίσεις που δίνουν μεγαλύτερη ευελιξία στους εργαζομένους και περιορίζουν τη γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις.
Πιο ευέλικτη άδεια, με πρωτοβουλία του εργαζομένου
Μέχρι σήμερα, η άδεια έπρεπε να λαμβάνεται ενιαία, σε μία χρονική περίοδο. Η κατάτμησή της ήταν δυνατή μόνο κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου και με την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον δύο εβδομάδες λαμβάνονταν συνεχόμενα. Με το νέο πλαίσιο, ο εργαζόμενος αποκτά τη δυνατότητα να ζητήσει τον επιμερισμό της άδειάς του σε περισσότερα χρονικά διαστήματα μέσα στο ίδιο έτος.
Στην πράξη, θα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να λάβει την ετήσια άδειά του ακόμη και σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους. Ο χρόνος λήψης εξακολουθεί να καθορίζεται κατόπιν συνεννόησης με τον εργοδότη, αλλά η πρωτοβουλία περνά ξεκάθαρα στον εργαζόμενο.
Η διάταξη προβλέπει ότι, κατ’ εξαίρεση, μέρος της άδειας μπορεί να λαμβάνεται με βάση τις προσωπικές ανάγκες του εργαζομένου, ύστερα από έγγραφο αίτημα και αποδοχή από τον εργοδότη. Υποχρεωτικά, ωστόσο, ένα τμήμα της άδειας πρέπει να είναι συνεχόμενο και να υπερβαίνει τις έξι εργάσιμες ημέρες σε εξαήμερη εβδομάδα ή τις πέντε σε πενθήμερη, ενώ για ανηλίκους προβλέπεται ελάχιστο συνεχόμενο διάστημα δώδεκα εργάσιμων ημερών.
Χριστούγεννα, Πάσχα και άδεια μέσα στη χρονιά
Η αλλαγή αυτή εξυπηρετεί εργαζομένους που δεν θέλουν να «ρίχνουν» όλη την άδειά τους το καλοκαίρι, αλλά επιθυμούν να αξιοποιούν ημέρες και σε άλλες περιόδους, όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα ή μεμονωμένα μέσα στη χρονιά. Η κατάτμηση, πάντως, εξακολουθεί να απαιτεί έγγραφο αίτημα, διασφαλίζοντας ότι δεν γίνεται μονομερώς από την εργοδοτική πλευρά.
Παράλληλα, καταργείται η δυνατότητα του εργοδότη να χορηγεί μονομερώς το συνεχόμενο διάστημα των δύο εβδομάδων οποτεδήποτε μέσα στο έτος, ενισχύοντας περαιτέρω τον ρόλο του εργαζομένου στον προγραμματισμό της άδειάς του.
Λιγότερη γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις
Από το 2026 καταργείται και η υποχρέωση προαναγγελίας της άδειας στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη». Η πρακτική αυτή αντικαθίσταται από απολογιστική καταχώριση, η οποία θα γίνεται εντός του επόμενου μήνα από τη χορήγηση της άδειας, χωρίς να περιορίζεται ο έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές.
Διατηρείται, τέλος, η πρόβλεψη ότι τουλάχιστον το 50% των εργαζομένων κάθε επιχείρησης πρέπει να λαμβάνει την άδειά του κατά την περίοδο Μαΐου–Σεπτεμβρίου, ενώ δεν αλλάζουν ούτε η συνολική διάρκεια της άδειας ούτε οι ρυθμίσεις που τη συνδέουν με τα έτη προϋπηρεσίας.

