Η σημαντική άνοδος του τουρισμού, η πτώση του πετρελαίου και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων βελτίωσαν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας στο οκτάμηνο από τον Ιανουάριο έως και τον Αύγουστο, όπως καταγράφεται στην έκθεση 7 Ημέρες Οικονομία της Eurobank.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στα €6,6 δισεκ. το 8μηνο Ιαν-Αυγ-25, μειωμένο κατά €2,1 δισεκ. ή 24,3% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η εν λόγω βελτίωση αντανακλά: πρώτον, τη σημαντική αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου των ταξιδιωτικών υπηρεσιών λόγω της καλής πορείας του τουρισμού, δεύτερον, την ισχυρή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των καυσίμων λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, και τρίτον, τη συρρίκνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τόκων, μερισμάτων και κερδών, σημειώνει η Eurobank στο τελευταίο της δελτίο «Επτά Ημέρες Οικονομία».
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ΤτΕ προέβη σε αναθεώρηση των στοιχείων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το έτος 2013 λόγω της συμπερίληψης των αναβαλλόμενων τόκων δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Europe-an Financial Stability Facility – EFSF) στο απόθεμα χρέους. Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο 7,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2024, από 6,4% προηγουμένως.

Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καθώς και των επί μέρους ισοζυγίων που το συνθέτουν για το 8μηνο Ιαν-Αυγ-25. Τα στοιχεία δεν είναι αποπληθωρισμένα, ήτοι παρατίθενται σε τρέχουσες τιμές. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προήλθε κυρίως από τα ισοζύγια των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, των καυσίμων και των τόκων, μερισμάτων και κερδών. Αναλυτικά, τα αποτελέσματα είχαν ως εξής:
1. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου των ταξιδιωτικών υπηρεσιών διαμορφώθηκε στα €14,3 δισεκ., ενισχυμένο κατά €1,3 δισεκ. ή 10%. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν στα €16,7 δισεκ., αυξημένες κατά €1,8 δισεκ. ή 12,0% λόγω της ανόδου των ταξιδιωτικών αφίξεων κατά 4,1% και της δαπάνης ανά ταξιδιώτη κατά 7,2%. Η ενίσχυση της δαπάνης ανά ταξιδιώτη προήλθε από τη μεταβολή της δαπάνης ανά διανυκτέρευση και όχι από τη μεταβολή της μέσης διάρκειας παραμονής. Σημειώνεται ότι ένα μέρος της αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων ήταν ονομαστικό (nominal) και όχι πραγματικό (real) καθότι ο πληθωρισμός στην κατηγορία των υπηρεσιών που σχετίζονται με οργανωμένες διακοπές και διαμονή (services related to package holidays and accommodation) ήταν 8,3% την περίοδο Ιαν-Αυγ-25.[1]
2. Το έλλειμμα του ισοζυγίου των καυσίμων συρρικνώθηκε σε ετήσια βάση κατά €1,1 δισεκ. ή 24,1% λόγω της ισχυρότερης μείωσης των εισαγωγών σε σύγκριση με τις εξαγωγές. Την ίδια περίοδο, η μέση διεθνής τιμή του πετρελαίου μπρεντ κατέγραψε πτώση 15,0% (από τα $82,8/βαρέλι στα $70,4/βαρέλι), ερμηνεύοντας σε έναν βαθμό τη βελτίωση του ισοζυγίου των καυσίμων.
3. Το έλλειμμα του ισοζυγίου των τόκων, μερισμάτων και κερδών κατέγραψε συρρίκνωση κατά €0,6 δισεκ. ή 10,9% λόγω της υψηλότερης μείωσης των πληρωμών (€1,2 δισεκ.) σε σύγκριση με τις εισπράξεις (€0,6 δισεκ.). Η μείωση των επιτοκίων και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνέβαλαν σε έναν βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου των τόκων, μερισμάτων και κερδών. Σημειώνεται ότι το 2023 και το 2024, το έλλειμμα του εν λόγω ισοζυγίου διευρύνθηκε στο 3,1% του ΑΕΠ, από 1,6% το 2022 (2,2% το 2019).

Βάσει των παραπάνω αποτελεσμάτων αποδεικνύεται ότι η καλή πορεία του τουρισμού και η πτώση των τιμών του πετρελαίου και των επιτοκίων συνεισφέρουν στη βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ένα μέρος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας επηρεάζει θετικά το εξωτερικό ισοζύγιο μέσω του ισοζυγίου των δευτερογενών εισοδημάτων). Επιπρόσθετα, επιδρούν θετικά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Εντούτοις, το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου εξακολουθεί να παραμένει υψηλό αντανακλώντας χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας στα πεδία της ανταγωνιστικότητας -κυρίως της διαρθρωτικής- και της παραγωγικής της βάσης.

