Παρά σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στην αυλή της, δύο είναι κατά την εκτίμηση μας οι παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία της σημερινής Ευρώπης, σε συναισθηματικό επίπεδο. Η αδιαφορία είναι ο πρώτος και η άγνοια ο δεύτερος.
Ο κοινός Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα δε αυτός που δεν ανήκει στον αρχικό πυρήνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αδιαφορεί για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι γιατί αγνοεί σχεδόν τα πάντα γι' αυτό.
Ακούει κατά καιρούς να γίνεται λόγος για Ευρωπαϊκά Συμβούλια, για αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για κοινοτικές Οδηγίες και ρυθμίσεις, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι μακριά από αυτόν, η λειτουργία τους είναι δυσνόητη και η γλώσσα που μιλούν αυτοί που τα εκπροσωπούν όχι λίγες φορές ακατάληπτη.
Παρ' όλα αυτά, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση συμπληρώνει 67 χρόνια ύπαρξης, αποτελεί ένα μοναδικό —έστω και ατελές— πείραμα και, παρά τους αυξανόμενους εχθρούς της, δείχνει να αντέχει. Προφανώς δε, εμμέσως πλην σαφώς, η αντοχή αυτή να ανάγεται σε αυτή την ίδια την ιστορία της Ευρώπης.
Κανείς επίσης δεν πρέπει και δεν μπορεί να αγνοήσει ότι, αν η αναζήτηση μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας (ΚΕΤ) είναι μέγα ζητούμενο της εποχής μας, η διαχρονική εξέλιξη αυτής είναι ελληνορωμαϊκή και χριστιανική- Ο «ευρωπαϊσμός» ως έννοια αρχίζει ωστόσο να αναπτύσσεται τον 180 αιώνα, όταν κάποιοι ουτοπιστές, μπροστά στις συγκρούσεις των μεγάλων κρατών, αρχίζουν να οραματίζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Όμως, έπειτα από τους ναπολεόντειους πολέμους και το ξύπνημα των εθνικισμών, η ευρωπαϊκή Ιδέα χλωμιάζει όσο φλογερά και αν την οραματίζεται ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ.
Δεν θα αναβιώσει παρά μόνον μετά τις εκατόμβες του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918). Ο παραλογισμός αυτής της σύγκρουσης, το τεράστιο μέγεθος των καταστροφών και των βιαιοτήτων, αναζωπυρώνουν την γεωπολιτική συζήτηση πάνω στην ανάγκη της ευρωπαϊκής ένωσης.
Η συζήτηση αυτή ξεκινά από την συνειδητοποίηση της παρακμής της Ευρώπης, αλλά και την δυναμική εμφάνιση στο παρασκήνιο των ΗΠΑ, που αναδεικνύονται σε μεγάλη δύναμη του 20ου αιώνα σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών, από τα οποία άλλωστε είχε ξεκινήσει η βιομηχανική επανάσταση και τα οποία ηγεμόνευαν σε πραγματικές αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, η Ιταλία.
Ο όλεθρος που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αναζωπύρωσε την Ιδέα της ενοποίησης. •Δύο παράγοντες γεωπολιτικού χαρακτήρα ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση: Κατά πρώτον λόγο καί εξ αιτίας του Ψυχρού Πολέμου, η ύπαρξη ισχυρής απειλής που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, η εξασθένιση των ευρωπαϊκών κρατών που είτε ηττήθηκαν στον πόλεμο, όπως η Ιταλία και η Γερμανία (η οποία, επιπλέον, ακρωτηριάστηκε), είτε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αποικιακές τους κτήσεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.
Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί, καθώς και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ και η σοβιετική επέμβαση στην Βουδαπέστη το 1956, σπρώχνουν έξι ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) να υπογράψουν από το 1957 την Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ήλθαν κατόπιν να προστεθούν η Ιρλανδία, η Δανία, η Μεγάλη Βρετανία (1973), η Ελλάδα (1981), η Πορτογαλία και η Ισπανία (1986), η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία (1995) και από το 2004 έως το 2014 ακολούθησαν οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, η Μάλτα και η Κύπρος. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου το 2017 δημιουργεί προβλήματα, πλην όμως τα τελευταία είναι απολύτως διαχειρίσιμο.
Μπορούμε έτσι να πούμε ότι, από το 1990 και μετά, ήτοι τα τελευταία 34 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει ανατροπές και εξελίξεις που αποδεικνύουν ότι τα θεμέλιά της είναι πολύ πιο γερά απ' όσο κάποιοι φαντάζονται.
Και αυτό συμβαίνει γιατί η ευρωπαϊκή οικοδόμηση παραμένει μία ριζικά νέα Ιδέα μέσα στο πανόραμα των πολιτικών ιδεών. Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία κράτη με πλήρη κυριαρχία δεν επέλεξαν ελεύθερα να θέσουν τέρμα σε εντάσεις, αντιπαλότητες ή πατρογονικές εχθρότητες με τους γείτονές τους. Αντιθέτως, αποφάσισαν να συνεταιριστούν μεταξύ τους, να συνεργαστούν οικονομικά και να σχεδιάζουν μάλιστα να προχωρήσουν σε μία πολιτική ένωση. Πρόκειται για μία πραγματική επανάσταση, της οποίας ο αντίκτυπος απλώνεται σε όλον τον πλανήτη.
Πράγματι, σε όλες τις ηπείρους οι περιφερειακοί συνασπισμοί, εμπνευσμένοι από το ευρωπαϊκό πρότυπο, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον.
Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ Καναδά, ΗΠΑ και Μεξικού (η γνωστή NAFTA) Mercosur (Αγορά του Νότου) με μέλη την Αργεντινή, την Βραζιλία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη, Ένωση του Αραβικού Μαγκρέμπ με το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, την Μαυριτανία και την Λιβύη, κλπ. Την ίδια περίοδο όμως, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ,η προσπάθεια της Αμερικής να δημιουργήσει μέσω της παγκοσμιοποίησης, ένα διεθνές δημοκρατικό και οικονομικά σχετικά ελεύθερο περιβάλλον, γέννησε πολλές καχυποψίες.
Οικονομικά, όλα τα μεγάλα κράτη και τα κράτη-γίγαντες (με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία) βρίσκονται σε κατάσταση υπό ανάπτυξη χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Οι περισσότερες από τις 150 υπό ανάπτυξη χώρες, πέρα από τα σοβαρά εσωτερικά τους προβλήματα, έχουν και γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Θέλουν την καλύτερη και υψηλότερη συμμετοχή σε έναν νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Για την Ευρώπη, η εξέλιξη αυτή είχε και έχει ποικίλες επιπτώσεις. Αρκετά παραδοσιακά βιομηχανικά της προϊόντα έπαψαν να είναι ανταγωνιστικά. Τα κατασκευάζουν πολύ φθηνότερα οι αναδυόμενες χώρες, κερδίζοντας έτσι και μερίδια αγοράς. Όμως, πέρα από τον ανταγωνισμό στο κόστος παραγωγής, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει και τις προκλήσεις της νέας βιομηχανικής επανάστασης, που είναι αυτή της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Στους τομείς αυτούς το πρόβλημα δεν είναι μόνον κοστολογικό. Υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως η επιχειρηματικότητα, η έρευνα και ανάπτυξη, η εκπαίδευση, η θεσμική λειτουργία και, κυρίως, οι ταχύτητες προσαρμογής. Στις παραπάνω προκλήσεις η Ευρώπη δυσκολεύεται να απαντήσει με την αναγκαία ταχύτητα και συνοχή.
Ακόμα χειρότερα, ενώ προχώρησε στην δημιουργία της ενιαίας αγοράς της και στην μερική νομισματική της ένωση, η Ευρώπη δεν αποφασίζει να κάνει πράξη και την οικονομική της ένωση. Αντιμετώπισε έτσι πυροσβεστικά την χρηματοοικονομική κρίση τού 2008, και το Brexit, που θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό.
Για τους αντιπάλους και ανταγωνιστές της Ευρώπης όλα αυτά ήταν και είναι καλά νέα γιατί πολύ απλά πληγώνουν την ενοποιητική ουτοπία. Οι πόλεμοι στην περιοχή μας και ο τραμπισμός στις ΗΠΑ, ίσως αποτελέσουν και το κερασάκι στην τούρτα.