Η Παγκοσμιοποίηση θεωρητικοποιήθηκε λίγο πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, με το άρθρο του Francis Fukuyama για το «Τέλος της Ιστορίας». Ακολούθησε το 1990 o Richard O’Brien, επικεφαλής οικονομολόγος της American Express, με το «Τέλος της Γεωγραφίας». Στη ίδια λογική εντάσσεται και «Ο κόσμος είναι επίπεδος» του Thomas Friedman το 1992.
Η Γεωγραφία ως πραγματικότητα δεν εξαφανίστηκε υπό την επίδραση της τεχνολογίας και της ιδεολογίας, όπως προφήτευαν οι θεωρητικοί της Παγκοσμιοποίησης. Δεν ισχύει το ίδιο για τη Γεωγραφία ως επιστήμη.
Η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στη Φύση και τον Άνθρωπο και ο συνθετικός χαρακτήρας της επιστήμης αυτής δεν συμβάδιζαν με το κυρίαρχο παγκόσμιο πνεύμα, μετά την έκρηξη της πυρηνικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Τι νόημα είχε η μελέτη για την επίδραση της Φύσης, αφού η τεχνολογία επέτρεπε στον Άνθρωπο απόλυτη κυριαρχία;
Γιατί να μελετούμε τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη Γεωμορφολογία, την Κλιματολογία, την οικονομική Γεωγραφία, την κοινωνική Γεωγραφία και τους άλλους κλάδους και να μη διαθέτουμε χρόνο στην εξειδίκευση, σύμφωνα με κατατάξεις κατά κλάδους και υπό-κλάδους;
Κατά συνέπεια, οι γεωγραφικές σχολές παράκμασαν και περιθωριοποιήθηκαν, καθώς ο ποσοτικός εκσυγχρονισμός δεν έδωσε τα υπεσχημένα αποτελέσματα, η δε ενασχόληση με τα γενικότερα ερωτήματα εγκαταλείφθηκε ή υπετάγη σε ιδεολογικούς δογματισμούς. Μόνη σχετική εξαίρεση παρέμεινε η γαλλική σχολή.
Εντούτοις, η πραγματικότητα αμφισβητούσε την θεωρία. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τα περιβαλλοντικά προβλήματα έδειξαν ότι η τεχνολογία έχει όρια.
Η έκρηξη του Τσερνομπίλ λειτούργησε κατ’αναλογίαν με τις πυρηνικές βόμβες- αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι περιβαλλοντικοί κλάδοι που προέκυψαν προσπάθησαν να καλύψουν το κενό, χωρίς όμως να διαθέτουν τη σφαιρική θεώρηση της παλαιάς γεωγραφικής παράδοσης.
Από την οικονομική κρίση του 2008 ως σήμερα, η Νέμεσις έρχεται και επανέρχεται ως επάλληλες κρίσεις. Είναι αδύνατον να τις κατανοήσουμε και, ακόμη λιγότερο, να τις αντιμετωπίσουμε, αν παραμένουμε στα silos των εξειδικευμένων απαντήσεων. Χρειάζεται η σφαιρική γεωγραφική θεώρηση, η συμπερίληψη των υλικών και πνευματικών παραγόντων, η σύνθετη σχέση ανάμεσα στη Φύση και τον Άνθρωπο.
Μετά την Περιβαλλοντολογία, η ανάγκη για τη γεωγραφική οπτική εκφράστηκε στην αναβίωση της Γεωπολιτικής. Οι επικίνδυνες «γεωπολιτικές απειλές» για την Ανθρωπότητα προέρχονται από τον συνδυασμό φυσικών και ανθρωπίνων παραγόντων. Έτσι, η κλιματική κρίση θα προκαλέσει πείνα, συγκρούσεις και μεταναστεύσεις.
Οι δημογραφικές ανακατατάξεις θα καταστούν παράγων πολιτικής αστάθειας, αλλά και περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Οι πανδημίες είναι συνέπεια αλλαγών στη βιογεωγραφία, αλλά και του πολλαπλασιασμού των αεροπορικών μετακινήσεων.
Η αναβίωση της Γεωπολιτικής είναι θετική εξέλιξη. Όμως, όπως ερμηνεύεται, είναι και αυτή θύμα της τάσης για εξειδίκευση. Πότε συγχέεται με τη Γεωστρατηγική, πότε με τις Διεθνείς Σχέσεις, πότε με τη Δημοσιογραφία. Η Γεωπολιτική, όμως, έχει νόημα όταν συνδέεται με όλους τους κλάδους της Φυσικής Γεωγραφίας και της Ανθρωπογεωγραφίας.
Οι επιφανείς Ιστορικοί, όπως ο Arnold Toynbee, λειτούργησαν αφαιρετικά και συνθετικά, μελετώντας τη Φιλοσοφία της Ιστορίας. Τα σύγχρονα τεράστια προβλήματα της Ανθρωπότητας απαιτούν μίαν ανάλογη προσέγγιση, εφαρμοσμένη στον γεωγραφικό χώρο. Η μεταπολεμική υποβάθμιση της γεωγραφικής παράδοσης, με κατεδαφιστικό πρωτοπόρο το αμερικανικό πανεπιστήμιο, μάς έχει αφήσει χωρίς το κατάλληλο εργαλείο για να αντιμετωπίσουμε τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στη Φύση και τον Άνθρωπο.
Είμαστε, επομένως, πνευματικώς άποροι ως προς τις επάλληλες «πολυκρίσεις». Η Ανθρωπότητα βυθίζεται, αδιάγνωστη.
(*) Ομότιμος Καθηγητής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris 1).