Η ελληνική οικονομία παραμένει ισχυρή, με τα στοιχεία να δείχνουν ανάπτυξη άνω του 2% και τη δημοσιονομική πολιτική να είναι αξιοσημείωτα συνετή. Ωστόσο, σύμφωνα με την Goldman Sachs, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τρεις προκλήσεις: Την ανάκαμψη του real estate, την αναντιστοιχία των δεξιοτήτων με τις ανάγκες στην αγορά εργασίας και το αναποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης.
Η Goldman Sachs επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν στηρίζεται πλέον σε συγκυριακά στοιχεία. Η ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα, το σταθερό περιβάλλον στην αγορά εργασίας και η πρόοδος στους τομείς ενέργειας και υποδομών δημιουργούν θεμέλια που λειτουργούν σαν αντίβαρο στους εξωτερικούς κραδασμούς. Η κατανάλωση παραμένει ανθεκτική, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών –με κυρίαρχο τον τουρισμό, αλλά όχι πλέον αποκλειστικό μοχλό– συνεχίζουν να στηρίζουν το ΑΕΠ.
Ωστόσο, το πραγματικό εισόδημα παραμένει κατά 10% χαμηλότερο από τα υψηλά του 2007-2008, δείχνοντας ότι υπάρχουν και άλλα περιθώρια ανάκαμψης.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι από τα υψηλότερα μεταξύ των μικρών χωρών της Ε.Ε. και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Με την δημοσιονομική εξυγίανση να συνεχίζεται, το χρέος αναμένεται να πέσει χαμηλότερα από τα επίπεδα της Ιταλίας έως το 2028. Μάλιστα, η πρόοδος στην φορολογική συμμόρφωση και τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση έχει καταστήσει την δημοσιονομική πολιτική έναν θετικό παράγοντα για τις προοπτικές της χώρας, παρά την επικείμενη ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
Ο κλάδος του τουρισμόυ παραμένει ιστορικά ισχυρός, αλλά το 2024 είχε εξαιρετικά υψηλή συνεισφορά, καθιστώντας δύσκολη την επανάληψη τόσο έντονου θετικού σοκ το 2025. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία δεν θα στηριχθεί πλέον αποκλειστικά στις επιδόσεις του τουρισμού, αλλά θα κινηθεί πιο ισορροπημένα σε άλλες δραστηριότητες.
Η τράπεζα στέκεται ιδιαίτερα στο ελληνικό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο χαρακτηρίζει ως έναν από τους σημαντικότερους λόγους που η Ελλάδα παραμένει αναπτυξιακά μπροστά. Το υψηλό ποσοστό απορρόφησης και η έντονη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε έργα ενέργειας, υποδομών και πράσινης μετάβασης ενισχύουν τον ρυθμό επενδύσεων και αναβαθμίζουν το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας.
Ωστόσο, παρά τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρεις βασικές προκλήσεις, προκειμένου να επεκτείνει τη δυναμική της ανάπτυξής της.
Πρώτον: Την πολυαναμενόμενη ανάκαμψη του real estate, τόσο στις κατοικίες όσο και στους χώρους γραφείων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις στέγασης και να αποφευχθεί η περαιτέρω υπερθέρμανση στις τιμές των ακινήτων.
Όπως εξηγεί η Goldman Sachs, έπειτα από χρόνια υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό τομέα μετά την κρίση χρέους (οι επενδύσεις σε κατασκευές και κατοικίες μειώθηκαν σχεδόν 80%), ο τομέας ακινήτων στην Ελλάδα σημείωσε τελικά άνοδο το 2022. Οι τιμές των ακινήτων, τόσο για οικιστικές μονάδες όσο και για χώρους γραφείων στις μεγάλες πόλεις, άρχισαν να αυξάνονται απότομα, λόγω των σημαντικών ελλείψεων σε κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους. Σήμερα, η κατασκευαστική δραστηριότητα έχει ξεκινήσει ξανά, με τους αναλυτές να χαρακτηρίζουν την εξέλιξη πολλά υποσχόμενη, αλλά να τονίζουν ότι η προσεκτική διαχείριση είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί μια σταδιακή και σταθερή βελτίωση χωρίς να υπερθερμανθεί ο κλάδος, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Δεύτερον: Αν και η απασχόληση βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό, ένα δυσανάλογο μερίδιο των μορφωμένων εργαζομένων συνεχίζει να υποαπασχολείται στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για στοχευμένη αναβάθμιση των δεξιοτήτων. Στον τομέα αυτό, η Goldman Sachs δεν βλέπει να έχει γίνει πρόοδος, ενώ τονίζει την ανάγκη να προσαρμοστεί το εργατικό δυναμικό στις οικονομικές απαιτήσεις που εξελίσσονται, προκειμένου να στηριχθεί η διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Τρίτον: Το αναποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης –ειδικά στις εμπορικές υποθέσεις- αποτελεί ένα εμπόδιο για την αύξηση των επενδύσεων στα επίπεδα της Ευρώπης. Αν και έχουν γίνει ουσιαστικές βελτιώσεις, η Goldman Sachs εστιάζει στον μέσο χρόνο που απαιτείται για την επίλυση μιας εκκρεμούς υπόθεσης, που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη. Η κατάσταση αυτή αποτελεί ένα επίμονο εμπόδιο για την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τον δυναμισμό της οικονομίας, τονίζει και καλεί για πολιτικές που θα εστιάσουν σε ένα πιο αξιόπιστο και γρήγορο σύστημα, που να στηρίζει τις επενδύσεις.

