Παρά την αύξηση των μισθών και τα θετικά οικονομικά δεδομένα, οι Γερμανοί συνεχίζουν να αποταμιεύουν υπερβολικά, διατηρώντας μεγάλα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς – μια πρακτική που, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, επιβαρύνει συνολικά την οικονομία της χώρας. Η στάση αυτή ερμηνεύεται ως ένδειξη βαθιάς «γερμανικής απαισιοδοξίας», η οποία, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση και σωστή πληροφόρηση από την κυβέρνηση.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου YouGov, το 75% των Γερμανών πιστεύει ότι αυτή τη στιγμή είναι σκόπιμη η αποταμίευση, παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις των μισθών είναι πραγματικές. Σύμφωνα με την Καταρίνα Γκανγκλ, διευθύντρια του Ινστιτούτου της Νυρεμβέργης για τις Αποφάσεις στην Αγορά (ΝΙΜ), αυτό οφείλεται κυρίως στον πρόσφατο πληθωρισμό που ακολούθησε την περίοδο της πανδημίας. Το πρόβλημα είναι, επισημαίνει η Γκανγκλ στο n-tv, ότι όταν οι καταναλωτές ξοδεύουν λιγότερα, πλήττουν το εμπόριο, την απασχόληση, τους μισθούς και τα φορολογικά έσοδα. Προτείνει μάλιστα η κυβέρνηση να επιβάλει φόρο στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου, όχι για εισπρακτικούς λόγους, αλλά ως «προειδοποιητικό σήμα».
«Προσοχή, ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου μπορεί να μην είναι το καλύτερο μέρος για να προστατεύσετε τα χρήματά σας από τους πολιτικούς», δηλώνει χαρακτηριστικά και συμβουλεύει τους πολίτες να επιλέγουν επενδύσεις αντί για παθητική αποταμίευση.
Σύμφωνα με την έρευνα της YouGov, το 49% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι μπορεί να αποταμιεύσει όσο ή και περισσότερο από πέρυσι.
Η γερμανική «απαισιοδοξία» δεν έχει πραγματική βάση, τονίζει ο Δανός οικονομολόγος Έρικ Νίλσεν, σε συνέντευξή του στο Der Spiegel. Υποστηρίζει ότι η απαισιοδοξία στη Γερμανία είναι υπερβολική, ειδικά σε σχέση με τις ΗΠΑ. «Ο κόσμος φαίνεται πιο ασταθής, αλλά η Γερμανία διαθέτει αξιοσημείωτη σταθερότητα», εξηγεί, επισημαίνοντας ότι πολιτικά και οικονομικά, η Ευρώπη και η Γερμανία λειτουργούν πιο ορθολογικά από πολλές άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Σε ό,τι αφορά την τεχνολογική πρωτοπορία των ΗΠΑ, σημειώνει ότι η κατά κεφαλήν παραγωγή είναι υψηλότερη, «αλλά θα προτιμούσα να ζήσω στη Γερμανία με 75.000 δολάρια παρά στις ΗΠΑ με 90.000». Επισημαίνει ότι στις ΗΠΑ σπαταλούνται τεράστια ποσά, κυρίως στην υγειονομική περίθαλψη, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι τρία χρόνια χαμηλότερο. Παραπέμπει επίσης σε έρευνα του Brown, που δείχνει ότι οι πλούσιοι Αμερικανοί ζουν όσο οι Γερμανοί χαμηλότερων εισοδημάτων.
Ο Νίλσεν μιλά και για την «ευρωπαϊκή θλίψη», δηλαδή την τάση συνεχούς κριτικής προς τις χώρες μας, τονίζοντας όμως ότι η γερμανική αυτοκριτική έχει συμβάλει στην επιτυχία της χώρας. «Η ιστορία έχει αφήσει μια αίσθηση ότι η επιτυχία είναι εύθραυστη, κάτι που καλλιεργεί απαισιοδοξία – αλλά οδηγεί σε δράση και αλλαγή, όχι σε παράλυση».
Συμφωνεί επίσης με την απόφαση του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς να χαλαρώσει το “φρένο χρέους”, θεωρώντας το πολιτικά επικίνδυνο αλλά αναγκαίο μέτρο.
«Η Γερμανία κερδίζει δυναμική και μπορεί να αναπτυχθεί ταχύτερα από τις ΗΠΑ τα επόμενα δύο χρόνια», προβλέπει, σημειώνοντας ότι η χώρα βαδίζει προς μια περίοδο οικονομικής άνθησης πριν από τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές. Καταλήγει δε με μια ιστορική υπενθύμιση: «Το Τείχος έπεσε ειρηνικά — μια ισχυρή υπενθύμιση του τι μπορεί να επιτευχθεί με υπομονή και συνεργασία».

