Όταν η Killarney Brewing & Distilling Co. επεκτάθηκε το 2022, διαφήμιζε ότι ήταν ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος παραγωγός μπύρας και ουίσκι στην Ιρλανδία, προσελκύοντας πλήθος επισκεπτών. Τον περασμένο μήνα, όμως, η εταιρεία έκλεισε, αποτελώντας το τελευταίο θύμα μιας βραχύβιας περιόδου ευημερίας.
Η επιχείρηση, που ξεκίνησε ως tap room στο Κέρι πριν από μία δεκαετία και λάνσαρε το μείγμα ουίσκι της πέρυσι, ήδη δοκιμαζόταν από αυξημένα κόστη και διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Ωστόσο, ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επίσπευσε το τέλος της. «Οι δασμοί στις εξαγωγές ιρλανδικού ουίσκι προς τις ΗΠΑ και η οικονομική αβεβαιότητα επιβάρυναν περαιτέρω τη δραστηριότητα», ανέφερε η εταιρεία, που έκλεισε με απώλεια περίπου 50 θέσεων εργασίας.
Η υπόθεση της Killarney αντικατοπτρίζει τα συνολικά προβλήματα του κλάδου. Οι δασμοί προστίθενται σε υπερπροσφορά, μειωμένη ζήτηση στις ΗΠΑ και εκτίναξη κόστους ενέργειας και εργασίας. Πολλά ανεξάρτητα αποστακτήρια έχουν κλείσει ή μειώσει παραγωγή, ενώ ακόμη και κολοσσοί όπως η Diageo Plc και η Pernod Ricard SA έχουν πληγεί. Η Diageo σταμάτησε την παραγωγή στις εγκαταστάσεις Roe & Co. στο Δουβλίνο, χωρίς προοπτική άμεσης επανεκκίνησης.
Σύμφωνα με τον Eoin O Cathain, διευθυντή του Ιρλανδικού Συνδέσμου Ουίσκι, τα τελευταία δύο χρόνια είναι δύσκολα, ενώ η συζήτηση για νέους δασμούς φέτος ανησύχησε ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αντίθετα, η Σκωτία, με χαμηλότερο δασμό 10% στις ΗΠΑ, συνεχίζει να καταγράφει εξαγωγές 5,4 δισ. λιρών, πέντε φορές πάνω από το ιρλανδικό ρεκόρ του 2022.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέλος της οποίας είναι η Ιρλανδία, αντιμετωπίζει δασμό 15% για τις περισσότερες εξαγωγές αλκοόλ στις ΗΠΑ, χωρίς ακόμη εξασφαλισμένες εξαιρέσεις στις διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον. Η παγκόσμια αγορά ουίσκι αξίζει περίπου 62 δισ. ευρώ, με την Ιρλανδία να καλύπτει 1 δισ., εξάγοντας το 90% της παραγωγής της.
Το 2024, η Pernod Ricard ανέβαλε για το 2027 το νέο αποστακτήριό της στο Μίντλετον, ενώ η Diageo ανακοίνωσε «εκτεταμένη παύση» στη Roe & Co. Στο Δουβλίνο, το Dublin Liberties Distillery έκλεισε τον Μάιο, ενώ στο Γουότερφορντ το κέντρο επισκεπτών και το αποστακτήριο παραμένουν κλειστά, με την πώληση να εκκρεμεί λόγω δασμών.
Η άνθηση του κλάδου, που από το 2010 έως το 2024 είδε τα αποστακτήρια να αυξάνονται από 4 σε πάνω από 50, τροφοδοτήθηκε από αναβίωση της κατανάλωσης και την ώθηση της πανδημίας στις πωλήσεις προς τις ΗΠΑ. Το 2022, οι εξαγωγές εκεί έφτασαν τους 48.000 τόνους, υπερδιπλάσιους από δέκα χρόνια πριν.
Ωστόσο, το 2023 εμφανίστηκαν προειδοποιητικά σημάδια, ενώ το 2024 οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά ένα τρίτο. Ο αναλυτής Duncan Fox του Bloomberg Intelligence αποδίδει μέρος της κρίσης σε υπερπαραγγελίες χονδρεμπόρων μετά την πανδημία, οι οποίες έγιναν ασύμφορες με την άνοδο των επιτοκίων.
Παράλληλα, οι τιμές ενέργειας για τις επιχειρήσεις στην Ιρλανδία έχουν σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία τετραετία, ενώ αυξημένα είναι και τα κόστη υλικών και μάρκετινγκ.
Η Fox εκτιμά ότι οι δασμοί του Τραμπ ίσως αυξήσουν τις τιμές έως 6%, αν και οι εταιρείες πιθανόν να επιχειρήσουν μείωση κόστους για να συγκρατήσουν τη ζήτηση στις ΗΠΑ, που παραμένουν η βασική τους αγορά εκτός Ιρλανδίας.