Ο εργαζόμενος δικαιούται κανονική άδεια με αποδοχές από την αρχή της εργασίας του και ανάλογα με τον χρόνο απασχόλησης. Η άδεια πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και ο εργοδότης υποχρεούται να τη χορηγήσει εντός 2 μηνών από την υποβολή του αιτήματος. Αν ο εργαζόμενος αρρωστήσει κατά τη διάρκεια της άδειας, η άδεια αναστέλλεται και μεταφέρεται σε άλλη ημερομηνία.
Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί «σπαστά» σε εξαιρετικές περιπτώσεις λόγω σοβαρών ή επειγουσών αναγκών της επιχείρησης, με την προϋπόθεση ότι μια από τις περιόδους θα είναι τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες.
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης πριν τη χορήγηση της άδειας, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί κανονική άδεια.
Το επίδομα άδειας υπολογίζεται σύμφωνα με τις αποδοχές του εργαζόμενου και προκαταβάλλεται κατά την έναρξη της άδειας. Αν ο εργαζόμενος δεν λάβει την άδεια εντός του έτους, η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική και ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση άδειας.
Εργοδότης δεν μπορεί να αρνηθεί την άδεια λόγω αυξημένου φόρτου, αλλά μπορεί να ζητήσει αλλαγή του χρόνου υπό προϋποθέσεις.
Σε περίπτωση ασθένειας κατά την άδεια, ο χρόνος ασθένειας δεν υποκαθιστά την άδεια και η μεταφορά γίνεται με ιατρική βεβαίωση.