Διατήρηση της ισχυρής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, με ανάπτυξη 2,3% φέτος και 2,2% το 2026, χάρη στη διατηρήσιμη αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, προβλέπει η Κομισιόν.
Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις της Επιτροπής, ο πληθωρισμός αναμένεται να μετριαστεί στο 3,8% φέτος και στο 2,3% το 2026.
Η Ελλάδα πέτυχε σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2024, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί στον ορίζοντα των προβλέψεων, προσθέτει η Κομισιόν, αναμένοντας πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 1,4% το 2026.
Με τη βοήθεια της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 146,6% φέτος και στο 140,6% το 2026.
Η οικονομία διατηρεί τη δυναμική της παρά τις αντιξοότητες
Όπως σημειώνει η Κομισιόν, το 2024, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε κατά 2,3%, σε μεγάλο βαθμό λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και της συσσώρευσης αποθεμάτων. Παρά τη σφικτή δημοσιονομική πολιτική, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης ήταν ισχυρή και συνεπαγόταν σημαντική αύξηση των εισαγωγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό. Ως εκ τούτου, οι καθαρές εξαγωγές επηρέασαν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Με την πρόοδο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ αναμένεται να είναι σημαντικές το 2025 και το 2026. Μαζί με τη συνεχιζόμενη ισχυρή κατανάλωση, η οποία στηρίζεται από τη σταθερή αύξηση του εισοδήματος, αναμένεται να αποτελέσουν τους κύριους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης. Η ζήτηση εισαγωγών αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, λόγω των επενδύσεων. Συνολικά, η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να υπερβαίνει το μακροπρόθεσμο δυναμικό της, με ρυθμούς 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026.
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί μόνο ελαφρώς από τους δασμούς των ΗΠΑ λόγω των σχετικά ασθενών άμεσων και έμμεσων εμπορικών δεσμών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης αυξήθηκαν, τονίζει η Κομισιόν, καθώς η επίμονη αύξηση της εμπορικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, μαζί με την επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές, ιδίως τον τουρισμό.
Πιο σφικτή αγορά εργασίας και διατηρήσιμη αύξηση των μισθών
Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και η ευνοϊκή δυναμική συνεχίστηκε στις αρχές του 2025, όπως αποδεικνύεται από την περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας τον Φεβρουάριο στο 8,6%. Η Κομισιόν «βλέπει» την ανεργία στο 9,3% κατά μέσο όρο φέτος και στο 8,7% το 2026. Μετά την κορύφωση του πρώτου τριμήνου του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας έχουν αρχίσει να μειώνονται, αλλά εξακολουθούν να υποδηλώνουν μια σφικτή αγορά εργασίας, ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό και σε εκείνους που απαιτούν υψηλές δεξιότητες.
Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να επεκτείνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς τα κενά δεξιοτήτων και η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ των γυναικών, περιορίζουν την προσφορά εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πραγματικοί μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, κατά μέσο όρο κατά 1,3% ετησίως στον ορίζοντα των προβλέψεων. Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης
Ο μέσος όρος του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 3% το 2024, 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει περιοριστεί από την επιτάχυνση των τιμών των υπηρεσιών και την άνοδο των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Στο μέλλον, οι μισθοί αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές. Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να επιβραδυνθεί μόνο σταδιακά κατά τον χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων. Συνολικά, ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων προβλέπεται να παραμείνει υψηλότερος, στο 3,5% και 2,6% το 2025 και το 2026, αντίστοιχα.
Ισχυρότερες δημοσιονομικές προοπτικές
Το 2024, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το προβλεπόμενο έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ στις φθινοπωρινές προβλέψεις. Αυτή η βελτίωση οφείλεται στην υποτονική αύξηση των τρεχουσών δαπανών, στα υψηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από άμεσους φόρους και στις ισχυρές εισπράξεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που συνδέονται όχι μόνο με την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης αλλά και με μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας και οι αυστηρότερες απαιτήσεις υποβολής δηλώσεων για τις δηλώσεις ΦΠΑ.
Το 2025, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί, φτάνοντας το 0,7% του ΑΕΠ. Από την πλευρά των εσόδων, η πρόβλεψη αντικατοπτρίζει το υψηλότερο βασικό επίπεδο λόγω της ισχυρότερης από την αναμενόμενη απόδοσης εσόδων το 2024 και λαμβάνει υπόψη την αύξηση του φόρου διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία, τα διαρθρωτικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους τομείς των τροφίμων και του τουρισμού, με στόχο τη μείωση της αδήλωτης εργασίας και την αύξηση των τελών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτά τα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο της προγραμματισμένης μείωσης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του συντελεστή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης των μισθών του δημόσιου τομέα. Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις ενσωματώνουν μια νέα δέσμη μέτρων, αξίας 0,5% του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκε μετά τη δημοσίευση του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2024, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου με κριτήρια εισοδήματος, ενός μόνιμου κοινωνικού επιδόματος ύψους 250 ευρώ σε συνταξιούχους χαμηλού εισοδήματος, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες, και μιας ετήσιας αύξησης 500 εκατομμυρίων ευρώ στον εθνικό προϋπολογισμό επενδύσεων.
Το 2026, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,4% του ΑΕΠ, εφόσον οι πολιτικές παραμένουν αμετάβλητες. Αυτή η βελτίωση αναμένεται να υποστηριχθεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία αναμένεται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα. Η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται να είναι επεκτατική, υποστηριζόμενη από τη χρηματοδότηση της ΕΕ, τόσο το 2025 όσο και το 2026.
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η μείωση αναμένεται να οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και στα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.