Μια σειρά νέων ρυθμίσεων εισάγονται στο εργασιακό πλαίσιο μέσω του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή, με δύο κύριες αλλαγές να ξεχωρίζουν: την υποχρέωση διατήρησης του κατώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας και το δικαίωμα άρνησης για την παροχή υπερωριακής απασχόλησης στην 13η ώρα.
Το δικαίωμα άρνησης υπερωρίας δεν θα μπορεί να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της σύμβασης ούτε να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για δυσμενή μεταχείριση του εργαζομένου. Η διάταξη ενσωματώθηκε στο άρθρο που προβλέπει το 13ωρο, καθώς προτάθηκε από κοινωνικούς εταίρους και έγινε αποδεκτή από το υπουργείο Εργασίας.
Βασικές ρυθμίσεις ωραρίου και υπερωριών
Σύμφωνα με τις διατάξεις, η ημερήσια υπερωριακή απασχόληση μπορεί να αυξηθεί από 3 σε 4 ώρες, χωρίς όμως να επηρεάζεται το συνολικό ετήσιο όριο των 150 ωρών. Το 13ωρο επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται 11ωρη ανάπαυση μεταξύ των εργασιακών βαρδιών. Το εβδομαδιαίο όριο εργασίας παραμένει σταθερό στις 48 ώρες.
Κατάργηση υποχρεώσεων γραπτής μορφής
Καταργείται η ανάγκη γνωστοποίησης στην Επιθεώρηση Εργασίας για τις γραπτές συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, καθώς και η τήρηση έντυπων όρων εργασίας, βιβλίου αδειών και μισθοδοσία εντός των χώρων εργασίας. Η μη τήρησή τους παύει να συνιστά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας.
Αλλαγές στις άδειες και την αποχώρηση
Η άδεια θα λαμβάνεται κατά κανόνα συνεχόμενη, αλλά επιτρέπεται η διαίρεσή της κατόπιν αιτήματος του εργαζόμενου. Τουλάχιστον ένα τμήμα της άδειας θα αποτελείται από έξι εργάσιμες ημέρες (για εξαήμερη εβδομάδα) ή πέντε (για πενθήμερη). Επίσης, μειώνεται το χρονικό διάστημα αποχώρησης χωρίς καταγγελία από 10 σε 5 ημέρες.
Δωρεάν ένσημα για μακροχρόνια ανέργους
Μια ακόμη σημαντική πρόβλεψη αφορά τους ανέργους: όσοι έχουν τουλάχιστον 12 συνεχόμενους μήνες ανεργίας και τους απομένουν έως 5 έτη για συνταξιοδότηση, θα μπορούν να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους με κάλυψη των εισφορών από τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Η διάρκεια αυτή όμως δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.
Αυτές οι παρεμβάσεις ανατρέπουν αρκετά σημεία της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας, επιδιώκοντας μεγαλύτερη ευελιξία για τον εργαζόμενο, αλλά ταυτόχρονα εγείροντας ζητήματα ισορροπίας δύναμης μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων.