H διακοπή λειτουργίας υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ (shutdown), μετά την αποτυχία να υπάρξει διακομματική συμφωνία για τη χρηματοδότηση δημόσιων δαπανών, είχε ελάχιστο αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές, όπως ανέμεναν αναλυτές και επενδυτικοί οίκοι.
Την Τετάρτη, όταν άρχισε να ισχύει το shutdown και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι δημόσιες υπηρεσίες τέθηκαν σε καθεστώς άδειας άνευ αποδοχών, οι μεγάλοι δείκτες μετοχών στην Wall Street και την Ευρώπη έκλεισαν με κέρδη, με την άνοδο να συνεχίζεται και τις επόμενες δύο ημέρες.
Η εμπειρία των προηγούμενων 15 shutdown στην αμερικανική ιστορία από το 1981, τα οποία διάρκεσαν από λίγες ημέρες έως μερικές εβδομάδες, λειτούργησε καθησυχαστικά για τους επενδυτές. Έτσι, η ευφορία στα χρηματιστήρια συνεχίζεται ακάθεκτη από τον Απρίλιο, με βασικό αφήγημα την τεχνητή νοημοσύνη και την προοπτική περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Ο μόνος αντίκτυπος φάνηκε στον χρυσό, η τιμή του οποίου συνέχισε το ξέφρενο ράλι πλησιάζοντας τα 3.900 δολάρια ανά ουγκιά, εν μέσω της γενικότερης αβεβαιότητας και της προοπτικής μείωσης των αμερικανικών επιτοκίων.
Στο παρελθόν, η όποια μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ από τα shutdown ήταν μικρή και ανακτάτο στο μεγαλύτερο μέρος μετά την πλήρη επαναλειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Το τελευταίο shutdown στις ΗΠΑ έγινε τον Δεκέμβριο 2018/Ιανουάριο 2019 - κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του Τραμπ - και είχε διάρκεια 35 ημέρες, τη μεγαλύτερη έως τώρα. Η επίπτωση του στο ΑΕΠ, σύμφωνα με εκτίμηση του Λευκού Οίκου, ήταν 0,1% για κάθε εβδομάδα που δεν πληρώνονταν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Σε απόλυτα ποσά, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτίμησε τη μείωση του ΑΕΠ σε 11 δισ. δολάρια. Από αυτά, τα 8 δισ. ανακτήθηκαν καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν στερηθεί τον μισθό τους, πληρώθηκαν αναδρομικά μετά τη λήξη του shutdown. Οι συνέπειες, επομένως, σε μακροοικονομικό επίπεδο είναι ασήμαντες για να επηρεάσουν τις αγορές.
Η μη καταβολή του μισθού σε πάνω από 1,5 εκατ. εργαζόμενους κάνει απίθανη την αναστολή για μεγάλο διάστημα της λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχαν σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Κατά τη διάρκεια του shutdown δεν πληρώνονται όσοι τίθενται σε αργία άνευ αποδοχών, αλλά και όσοι υπάλληλοι συνεχίζουν να εργάζονται σε υπηρεσίες που είναι απαραίτητες, όπως, για παράδειγμα, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας.
Το shutdown του 2018, οι Δημοκρατικοί είχαν διαφωνήσει με τη χρηματοδότηση του τείχους που ήθελε να κτίσει ο Τραμπ στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό. Όταν, όμως, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας έμειναν για δεύτερο μήνα χωρίς μισθό άρχισαν να δηλώνουν μαζικά ασθένεια, με αποτέλεσμα ακυρώσεις ή μεγάλες καθυστερήσεις στις πτήσεις που προκάλεσαν χάος στις μεταφορές. Μετά από αυτό, το shutdown σταμάτησε.
Τώρα, οι Δημοκρατικοί δεν συμφωνούν με το νομοσχέδιο που πρότεινε ο Λευκός Οίκος και οι Ρεπουμπλικάνοι για ένα βραχυπρόθεσμο δανεισμό του Δημοσίου μετά τη λήξη του δημοσιονομικού έτους στις 30 Σεπτεμβρίου, θέτοντας ως προϋπόθεση να μη μειωθεί ο αριθμός αυτών που δικαιούνται δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (medicare ή Obamacare) και να συνεχιστούν οι φορολογικές εκπτώσεις για δαπάνες που αφορούν στα ασφάλιστρα υγείας. Και τα δύο αυτά μέτρα είχαν ψηφιστεί την Άνοιξη με το μεγάλο φορολογικό νομοσχέδιο του Τραμπ.
Οι δύο πλευρές προσπαθούν να ρίξουν η μία στην άλλη τις ευθύνες για το shutdown για να αποφύγουν τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Ο Τραμπ πιέζει τους Δημοκρατικούς, απειλώντας με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, στις οποίες άλλωστε είχε προχωρήσει ο πρώην συνεργάτης του και δισεκατομμυριούχος Ιλον Μασκ. Ο Τραμπ δήλωσε ότι θα υπάρξουν χιλιάδες απολύσεις.
Το φαινόμενο του shutdown είναι μοναδικό στις ΗΠΑ καθώς σε άλλες χώρες συνεχίζεται η χρηματοδότηση των δαπανών σε κάθε περίπτωση. Στην Αμερική υπάρχει ένας νόμος του 19ου αιώνα για τη χρηματοδότηση των δαπανών, στον οποίο δόθηκε πιο περιοριστικές ερμηνεία επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ το 1980, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τέτοιες καταστάσεις.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, καμία δαπάνη δεν μπορεί να γίνει, αν δεν προβλέπεται από νόμο που θα έχει περάσει με αυξημένη πλειοψηφία από το Κογκρέσο. Συγκεκριμένα, πρέπει να ψηφιστεί από τουλάχιστον 60 Γερουσιαστές και όχι μόνο από την απλή πλειοψηφία τους (51), όπως ισχύει για άλλα νομοσχέδια. Έτσι, ο Τραμπ, αν και έχει πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, χρειάζεται τη συμφωνία κάποιων Δημοκρατικών Γερουσιαστών.