Τα ρεβίθια, οι φακές και οι φασόλιες, που παλαιότερα «σώζαν» το τραπέζι πολλών οικογενειών, σήμερα συναγωνίζονται το μοσχαρίσιο κρέας σε κόστος ανά κιλό. Σε πολλές περιοχές της χώρας, οι τιμές των οσπρίων έχουν αυξηθεί κατά 50-100 % μέσα σε μόλις λίγους μήνες — όταν πριν δύο χρόνια θεωρούνταν φθηνή λύση για μεσημέρι ή δείπνο με θρεπτική αξία.
Η αιτία; Ο συνδυασμός παραγόντων: αύξηση του κόστους εισροών (πετρέλαιο, λιπάσματα), προβλήματα στις εισαγωγές λόγω διεθνών πιέσεων και η υπερφόρτωση των logistic αλυσίδων. Όταν κάποιος επαγγελματίας παραγωγός επιβαρυνθεί με διπλάσιο κόστος καυσίμων και πρώτων υλών, είναι φυσικό μέρος αυτής της επιβάρυνσης να μετακυλιστεί στην τιμή που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής.
Τι σημαίνει αυτό για το τραπέζι
Για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, η εξέλιξη αυτή είναι χτύπημα: τα όσπρια, που προσφέρουν πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και θρεπτικά στοιχεία, δεν είναι πια «λυτρωτικά» όπως παλιά. Πολλοί θα αναγκαστούν να περιορίσουν την κατανάλωσή τους ή να στραφούν σε λιγότερο θρεπτικά υποκατάστατα. Σε περιοχές με πεπερασμένα καταστήματα, η επιλογή είναι ακόμη πιο περιορισμένη.
Οι επιχειρήσεις εστίασης που βασίζονται στα όσπρια — όπως τα μαγειρεία, οι μεζεδοπωλεία ή τα σνακ μπαρ — βρίσκονται σε δίλημμα: να απορροφήσουν το κόστος ή να αυξήσουν τις τιμές. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μικρές αυξήσεις στις τιμές συμπαρασύρουν και άλλα προϊόντα στο μενού, προκαλώντας έναν αλυσιδωτό κύκλο ανατιμήσεων.
Προοπτικές ανάσχεσης
Υπάρχει χώρος για αντιστροφή; Οι ειδικοί τονίζουν πως απαιτείται συντονισμός: υποστήριξη στους παραγωγούς με επιδοτήσεις για λιπάσματα και καύσιμα, βελτίωση υποδομών μεταφοράς στην ύπαιθρο και ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής οσπρίων ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές.
Άλλες χώρες με επιτυχημένα μοντέλα επένδυσαν στην υβριδική γεωργία, στον εκσυγχρονισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και στις συνεργατικές καλλιέργειες, που μειώνουν το κόστος ανά μονάδα.