Πριν από σχεδόν μία δεκαετία, ο αναλυτής της Wall Street Ινίγκο Φρέιζερ-Τζένκινς είχε προκαλέσει έντονη συζήτηση, υποστηρίζοντας ότι οι παθητικές επενδύσεις στρεβλώνουν τη διαμόρφωση των τιμών και υπονομεύουν την αποτελεσματική κατανομή του κεφαλαίου.
Τότε είχε επισημάνει ότι οι νομοθέτες οφείλουν να αναγνωρίσουν τον κρίσιμο ρόλο της ενεργητικής διαχείρισης στην οικονομία και να λάβουν μέτρα ώστε να μη διαβρωθεί ο κλάδος.
Η «δυστοπική συμβίωση» παθητικών επενδύσεων και Big Tech
Σήμερα, ο ίδιος αναλυτής επανέρχεται με ακόμη πιο αιχμηρές επισημάνσεις. Όπως υποστηρίζει, οι στρεβλωτικές επιπτώσεις της παθητικής διαχείρισης έχουν πλέον συνδυαστεί με την κυριαρχία των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, δημιουργώντας μια «δυστοπική συμβίωση» με σοβαρές συνέπειες τόσο για τις αγορές όσο και για την ευρύτερη οικονομία.
Σύμφωνα με τον Φρέιζερ-Τζένκινς, οι παθητικοί επενδυτικοί μηχανισμοί ευνοούν δυσανάλογα τις μεγαλύτερες εταιρείες, χωρίς να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διοχέτευση κεφαλαίων προς την πραγματική οικονομία.
Όπως αναφέρει, μιλώντας στο MarketWatch, τα συστήματα αυτά παρέχουν αδικαιολόγητα οφέλη σε ήδη καθιερωμένους παίκτες, οι οποίοι απολαμβάνουν ισχυρά δικτυακά πλεονεκτήματα.
Αποδυνάμωση ανταγωνισμού και οικονομικής δυναμικής
Το τελικό αποτέλεσμα, κατά τον αναλυτή, είναι ότι αποδυναμώνεται η οικονομική δυναμική, περιορίζεται ο ανταγωνισμός και υπονομεύεται ο ίδιος ο καπιταλισμός, ενώ ταυτόχρονα καταστέλλεται το «πνεύμα» της αγοράς.
Τα μεγέθη αποτυπώνουν τη μεταβολή αυτή. Τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των παθητικών ETF και αμοιβαίων κεφαλαίων στις ΗΠΑ ανήλθαν σε 19,1 τρισ. δολάρια στα τέλη Οκτωβρίου, σύμφωνα με στοιχεία της Morningstar.
Το αντίστοιχο μέγεθος για τα ενεργά διαχειριζόμενα αμοιβαία κεφάλαια διαμορφώθηκε στα 16,2 τρισ. δολάρια.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν όχι μόνο μετοχικά προϊόντα, αλλά και ομολογιακά, εμπορεύματα και εναλλακτικές επενδύσεις.
Η αυξανόμενη συγκέντρωση στους μεγάλους δείκτες
Η στροφή προς την παθητική διαχείριση δεν είναι νέα, ωστόσο τα τελευταία χρόνια συμπίπτει με έντονη αύξηση της συγκέντρωσης σε βασικούς αμερικανικούς δείκτες, όπως ο S&P 500 και ο Nasdaq-100.
Όπως επισημαίνει ο Φρέιζερ-Τζένκινς, οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες του S&P 500 αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του δείκτη.
Αν και τέτοια επίπεδα συγκέντρωσης δεν είναι άγνωστα διεθνώς, ο ίδιος εκτιμά ότι η σημερινή κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους για την αμερικανική οικονομία.
Ρυθμιστικά κενά, φορολογία και «εταιρική φεουδαρχία»
Ο αναλυτής αναγνωρίζει ότι οι νέες τεχνολογίες συνέβαλαν στην ανάπτυξη, ωστόσο θεωρεί ότι το γεγονός πως ορισμένες εταιρείες απέκτησαν τόσο δεσπόζουσα θέση υποδηλώνει ανεπαρκή εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Παράλληλα, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν επωφεληθεί δυσανάλογα από τη μακροχρόνια μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών, γεγονός που αύξησε την κερδοφορία τους, αλλά δημιούργησε κοινωνικό κόστος μέσω της διόγκωσης του δημόσιου χρέους.
Τέλος, επικαλούμενος το έργο του Γιάννης Βαρουφάκης, ο Φρέιζερ-Τζένκινς υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ έχουν οδηγηθεί, ίσως άθελά τους, σε ένα σύστημα όπου οι κυρίαρχες εταιρείες εισπράττουν αντί να καινοτομούν, δημιουργώντας μια οικονομία που μοιάζει περισσότερο με φεουδαρχία παρά με καπιταλισμό.

