Παρά το γεγονός ότι ο S&P 500 κινείται σε ιστορικά υψηλά, με άνοδο περίπου 16% από την αρχή του έτους, η Morgan Stanley «βλέπει» περιθώρια περαιτέρω ανόδου μέσα στο 2026, αλλά προειδοποιεί ταυτόχρονα για τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ.
«Πολλοί επενδυτές στις αρχές του 2025 ήταν ανήσυχοι για πιθανές απότομες αλλαγές πολιτικής σε τομείς όπως η μεταναστευτική πολιτική και οι δασμοί. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα ζητήματα δεν κυριάρχησε τελικά στο επενδυτικό αφήγημα, αφού οι αγορές ξεπέρασαν το σοκ των δασμών» σχολιάζει η επικεφαλής επενδύσεων της Morgan Stanley Wealth Management, Lisa Shalett.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι, με τις πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ να παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, και ενώ φαίνεται πιθανή μια διψήφια ποσοστιαία αύξηση των εταιρικών κερδών, ο S&P 500 θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 10% μέσα στο 2026, φτάνοντας περίπου τις 7.500 μονάδες.
Η Shalett σημειώνει ότι, αν και ορισμένοι στη Wall Street βλέπουν τον S&P 500 να κινείται ακόμη υψηλότερα το 2026, υπάρχουν τρία σημεία στα οποία θα πρέπει να επιδειχθεί προσοχή.
Αρχικά, όπως λέει, οι αγορές έχουν ήδη ενσωματώσει στις αποτιμήσεις τους μεγάλο μέρος των αναμενόμενων θετικών εξελίξεων, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα περιθώρια περαιτέρω ανόδου μπορεί να είναι περιορισμένα. «Οι προβλέψεις, για παράδειγμα, ότι το επιτόκιο αναφοράς της Fed θα μειωθεί από το τρέχον εύρος του 3,5%–3,75% έως το 3%, αποτυπώνονται ήδη σε μεγάλο βαθμό στις ιδιαίτερα υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών» εξηγεί η ίδια.
Το ίδιο ισχύει και για τις προσδοκίες των επενδυτών σχετικά με τη δημοσιονομική τόνωση από το «One Big Beautiful Bill Act», τη ρυθμιστική χαλάρωση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και για την προσδοκία ότι η ταχεία υιοθέτηση νέων τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης θα ενισχύσει δραστικά την εταιρική κερδοφορία.
Προσοχή στον πληθωρισμό
Σύμφωνα με τη Shalett, υπάρχουν τρεις παράγοντες που οι επενδυτές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά.
Αρχικά, το μέτωπο των δασμών. Αν και οι αγορές σε μεγάλο βαθμό άφησαν πίσω τους τις ανησυχίες για τους δασμούς στο δεύτερο μισό του 2025, οι δασμοί εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν το κόστος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις και ασθενέστερη ζήτηση, παρά το γεγονός ότι η βασική τους στόχευση είναι να ενισχύσουν την εγχώρια μεταποίηση στις ΗΠΑ.
Κατά δεύτερον το αυξανόμενο κόστος των υπηρεσιών υγείας. Η πιθανή λήξη των επιδοτήσεων του Affordable Care Act, σε συνδυασμό με την άνοδο του κόστους ιατρικής περίθαλψης, προμηνύει υψηλότερα ασφάλιστρα υγείας. Αυτό θα μπορούσε να εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και να αυξήσει το κόστος για τις επιχειρήσεις, περιορίζοντας ενδεχομένως την οικονομική δραστηριότητα.
Τέλος, αν η κυβέρνηση Τραμπ προχωρήσει στη χορήγηση μπόνους-επιταγών στους ψηφοφόρους, συνδεδεμένων με τους δασμούς, ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών, αυτό θα μπορούσε να τονώσει την οικονομία αλλά και να απελευθερώσει νέες πληθωριστικές πιέσεις, την ώρα που η Fed προσπαθεί να διαχειριστεί τον πληθωρισμό.
Παράλληλα, καταλήγει η Shalett, το 2026 αναμένεται ο διορισμός νέου προέδρου της Fed, ο οποίος πιθανότατα θα είναι ιδεολογικά ευθυγραμμισμένος με τον στόχο της διοίκησης να διαχειριστεί το αυξανόμενο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ μέσω χαμηλότερων επιτοκίων. Αυτού του είδους η πολιτική «αναθέρμανσης» της οικονομίας, είναι μια στρατηγική που επίσης αυξάνει τον κίνδυνο του πληθωρισμού.

