Η υπερπολυτέλεια χάνει τη λάμψη της, καθώς οι καταναλωτές δείχνουν όλο και περισσότερο να αμφισβητούν την πραγματική αξία των υπέρογκων τιμών. Η LVMH δέχεται επικρίσεις επειδή πούλησε τσάντα Dior με κόστος παραγωγής 60 δολάρια στην τιμή των 2.800 δολαρίων. Αντίθετα, μάρκες όπως η Coach κερδίζουν έδαφος με προϊόντα όπως η Tabby των 495 δολαρίων, που προσφέρει στιλ χωρίς υπερβολή στο κόστος.
Η Tapestry, η Ralph Lauren και άλλοι «νικητές» της αγοράς
Σε συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης, οι μεσαίου επιπέδου μάρκες αντέχουν καλύτερα. Η Tapestry Inc., ιδιοκτήτρια της Coach, της Kate Spade και της Stuart Weitzman, αναθεώρησε ανοδικά τις προβλέψεις της μετά από εξαιρετικά αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει για την Amer Sports (Salomon, Arc’teryx), την Capri Holdings (Michael Kors) και την Hugo Boss. Η Ralph Lauren ξεπέρασε κάθε προσδοκία με άνοδο 13% στις συγκρίσιμες πωλήσεις, διπλάσια από την εκτίμηση των αναλυτών.
Αντίθετα, οι κολοσσοί LVMH, Hermès, Kering και Chanel απογοήτευσαν στις τελευταίες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων, δείχνοντας ότι η υπερπολυτέλεια δεν είναι άτρωτη. Οι αγοραστές με υψηλό εισόδημα στρέφονται προς πιο προσιτές επιλογές, χωρίς να θυσιάζουν την ποιότητα.
Η fast fashion παγιδεύεται μεταξύ τιμών και απαιτήσεων
Ταυτόχρονα, και ο χώρος της γρήγορης μόδας δέχεται πιέσεις. Οι υψηλότερες τιμές της Zara και οι λιγότερες εκπτώσεις της H&M οδηγούν τους καταναλωτές σε απομάκρυνση. Η Inditex, η Primark και η JD Sports εμφάνισαν χαμηλότερη ανάπτυξη ή πτώση στις πωλήσεις, με αποτέλεσμα αναθεώρηση των στόχων. Η Uniqlo προειδοποίησε ότι οι δασμοί ενδέχεται να πλήξουν τα μελλοντικά κέρδη, ενώ η H&M σχεδιάζει αυξήσεις τιμών για να αντισταθμίσει το κόστος.
Παρά την πλήρη απασχόληση και την αύξηση μισθών στις ΗΠΑ, οι καταναλωτικές δαπάνες τον Απρίλιο πάγωσαν. Η Primark είδε άνοδο πωλήσεων εκείνο τον μήνα λόγω Πάσχα, αλλά προηγουμένως είχε υποχωρήσεις. Όπως λέει ο Charles Allen της Bloomberg Intelligence, οι καταναλωτές συχνά δεν δρουν με βάση όσα δηλώνουν, αλλά εάν βρουν κάτι δελεαστικό, θα ξοδέψουν.