Το 2025 αποτέλεσε έτος έντονης προσαρμογής για τους Έλληνες καταναλωτές, καθώς οι τιμές των αγαθών συνέχισαν να ασκούν ισχυρές πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Η άνοδος των τιμών, κυρίως σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, οδήγησε σε αναδιάταξη της καταναλωτικής δαπάνης, με ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος να κατευθύνεται στην κάλυψη θεμελιωδών αναγκών: διατροφή, στέγαση και ενέργεια. Σε αυτό το περιβάλλον, οι καταναλωτές υιοθέτησαν πιο συγκρατημένες και πειθαρχημένες αγοραστικές πρακτικές, δίνοντας προτεραιότητα στην τιμή, περιορίζοντας την κατανάλωση ακόμη και σε βασικούς τομείς και ενισχύοντας τη σύγκριση εναλλακτικών επιλογών.
Προσδοκίες για το 2026: Σταθεροποίηση χωρίς επιστροφή στο παρελθόν
Για το 2026, οι προσδοκίες συγκλίνουν σε ένα πιο σταθερό οικονομικό περιβάλλον, με ενδείξεις αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, κυρίως λόγω της υποχώρησης του κόστους της ενέργειας. Εφόσον η τάση αυτή παγιωθεί, αναμένεται σταδιακή εξομάλυνση των τιμών λιανικής και περιορισμός της αβεβαιότητας που χαρακτήρισε τα προηγούμενα έτη.
Ωστόσο, η καταναλωτική συμπεριφορά δεν αναμένεται να επιστρέψει στα πρότυπα του παρελθόντος. Η εμπειρία της παρατεταμένης ακρίβειας έχει ενσωματωθεί στη νοοτροπία των νοικοκυριών, διατηρώντας τη σύνεση και την αυξημένη ευαισθησία στην τιμή. Έτσι, το 2026 ενδέχεται να αποτελέσει έτος μετάβασης προς μια πιο ισορροπημένη αλλά όχι ανέμελη κατανάλωση.
Κάνοντας ανασκόπηση της χρονιάς, ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών, επισημαίνει –μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων– ότι το 2025 δεν υπήρξε έτος θεαματικών ανατροπών, αλλά περίοδος που διατήρησε και εμβάθυνε προϋπάρχουσες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά.
«Η ακρίβεια παρέμεινε το κυρίαρχο θέμα, όχι ως αιφνίδια εξέλιξη, αλλά ως σταθερή συνθήκη που διαμόρφωνε την καθημερινότητα των καταναλωτών σε όλη τη διάρκεια του έτους», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2025 διαμορφώθηκε στο 2,5%, έναντι 2,7% το 2024, χωρίς ωστόσο αυτό να μεταφράζεται σε ουσιαστική ανακούφιση για τα νοικοκυριά.
Συσσωρευμένη ακρίβεια και αίσθημα πίεσης
Παρά τη σχετική σταθεροποίηση, η εμπειρία του καταναλωτή παρέμεινε βαριά, καθώς οι συσσωρευμένες αυξήσεις της περιόδου 2021–2025 δεν αντιστράφηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε συνολικά κατά 17,3% από τον Νοέμβριο του 2021 έως τον Νοέμβριο του 2025, με πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις σε κρίσιμους κλάδους.
Το 2025 σημαδεύτηκε επίσης από την οριστική άρση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, που ίσχυε από τον Δεκέμβριο του 2021. Η λήξη του μέτρου στις 30 Ιουνίου 2025 επανέφερε την αγορά σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας τιμολόγησης, δημιουργώντας επιφυλάξεις για την ικανότητα αυτορρύθμισης της αγοράς.
Πώς άλλαξε η αγοραστική συμπεριφορά
«Η συμπεριφορά των καταναλωτών χαρακτηρίστηκε από αναγκαστική προσαρμογή στον μονιμότερο χαρακτήρα της ακρίβειας», τονίζει ο κ. Μπάλτας, σημειώνοντας ότι η προσαρμογή αυτή ήταν ετερογενής, ανάλογα με το εισόδημα και τη συνολική οικονομική κατάσταση.
Σύμφωνα με έρευνες, όπως η ετήσια μελέτη του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του ΟΠΑ, οι βασικές τάσεις περιλαμβάνουν:
-
μείωση της κατανάλωσης,
-
στροφή σε φθηνότερα προϊόντα και καταστήματα,
-
συστηματική αναζήτηση προσφορών και εκπτώσεων.
Στα τυποποιημένα προϊόντα, η ιδιωτική ετικέτα ενισχύθηκε σημαντικά, καθώς προσφέρει πιο προβλέψιμο κόστος σε κατηγορίες υψηλής συχνότητας αγοράς. Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2025 το μερίδιο δαπάνης της ιδιωτικής ετικέτας στα σούπερ μάρκετ ανήλθε στο 27%–28%, επιβεβαιώνοντας μια διαρθρωτική μετατόπιση.
«Οι καταναλωτές δεν αναζητούν πια καλή τιμή, αλλά τιμή που μπορούν να αντέξουν», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στέγαση και ενέργεια: Οι δύο μεγάλοι «πονοκέφαλοι»
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του καταναλωτικού περιβάλλοντος έπαιξε η αγορά ακινήτων, με το κόστος στέγασης να περιορίζει δραστικά τις υπόλοιπες δαπάνες. Οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν σε επίπεδα ασύμβατα με τη χρηματοδοτική ικανότητα ακόμη και υψηλά αμειβόμενων εργαζομένων, ενώ τα ενοίκια απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος.
Παράλληλα, η ενέργεια παραμένει διαχρονικό πρόβλημα, επιβαρύνοντας άμεσα τους καταναλωτές μέσω λογαριασμών και καυσίμων, αλλά και έμμεσα, μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής που μετακυλίεται στις τιμές.
Επιπτώσεις και στις επιχειρήσεις – Το βλέμμα στο 2026
Όπως επισημαίνει ο κ. Μπάλτας, η ακρίβεια δεν πλήττει μόνο τους καταναλωτές, αλλά αυξάνει και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Το υψηλό ενεργειακό κόστος αποτελεί διαχρονικό βάρος για την ελληνική βιομηχανία.
«Το 2025 ήταν μια χρονιά σταθερότητας χωρίς εκπλήξεις. Για κάποιους αυτή η σταθερότητα εκλήφθηκε ως ηρεμία, για άλλους ως στασιμότητα», σημειώνει, προσθέτοντας ότι η σταθερότητα αυτή επιτρέπει προσδοκίες για ένα καλύτερο 2026, αλλά όχι χωρίς δράση.
«Το 2026 θα είναι καλύτερο μόνο αν αποφασίσουμε ότι πρέπει να γίνει καλύτερο», καταλήγει.

