Με βασικό σημείο σύγκλισης των κοινωνικών εταίρων την πεποίθηση ότι η σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας πρέπει να διευκολυνθεί, ώστε οι μέσοι μισθοί να φτάσουν στα 1.500 ευρώ το 2027, ολοκληρώνεται ο διάλογος εργοδοτών και εργαζομένων για την εκπόνηση του Σχεδίου Δράσης για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των μηχανισμών ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
O μέσος μισθός που αποτύπωσε το σύστημα «Εργάνη» για το 2024 ανέρχεται στα 1.342 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 7,2% σε σχέση με το 2023, ενώ ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης κυμαίνεται στα 1.470 ευρώ, στοιχείο που ξεπερνά κάθε προσδοκία και καλλιεργεί βάσιμες ελπίδες για μελλοντικές αυξήσεις.
Μάλιστα, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας εκτιμά ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης θα ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ εντός του 2025.
Ωστόσο, η πλειονότητα των εργαζομένων δεν καλύπτεται από κάποια μισθολογική συλλογική σύμβαση εργασίας τα τελευταία έτη (με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, σε τουριστικά-επισιτιστικά καταστήματα, σε πετρελαιοειδή και στην καπνοβιομηχανία).
Παράλληλα, και οι επιχειρησιακές συμβάσεις καλύπτουν μόνο το 5,65% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι αυξήσεις που δόθηκαν μέσω αυτών κυμαίνονται γύρω στο 2%.
Οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων πρέπει να υποβληθούν έως τις 31 Οκτωβρίου, ενώ ως το τέλος του χρόνου θα πρέπει να εκπονηθεί το Σχέδιο Δράσης διάρκειας 1 έως 5 ετών, με την επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης και να νομοθετηθούν οι σχετικές αλλαγές.
Η πιθανή παρέμβαση
Η παρέμβαση που φαίνεται να συγκεντρώνει τη συναίνεση των εργοδοτικών οργανώσεων είναι η χαλάρωση των κριτηρίων για την επέκταση των όρων των συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου.
Σήμερα, για την επέκταση απαιτείται το ποσοστό της εργοδοτικής εκπροσώπησης να είναι 50%+1, με αποτέλεσμα πολλοί εργοδότες να αποχωρούν από τον φορέα εκπροσώπησής τους για να μην υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς που ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις. Άλλωστε, η μέτρηση του ποσοστού είναι δύσκολη και συχνά αναξιόπιστη.
Αυτή η παρέμβαση, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, αποτελεί κίνητρο ώστε οι εργοδότες να προσέρχονται με μεγαλύτερη προθυμία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το ζήτημα είναι φλέγον και για τους ίδιους τους εργοδότες, καθώς άπτεται θεμάτων ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.
Από την πλευρά της, η ΓΣΕΕ διαφωνεί, ζητώντας να ισχύσει μηχανισμός αυτόματης επέκτασης των συμβάσεων — πρόταση που αποκρούει το υπουργείο Εργασίας, με το σκεπτικό ότι οι εγγραφές των μελών στα μητρώα δεν θεωρούνται αξιόπιστες.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, το ποσοστό των εργαζομένων που έχει συλλογική σύμβαση πρέπει να φτάσει το 80%, από το 30% που είναι σήμερα. Δηλαδή, από τα 2,8 εκατομμύρια μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, οι 2,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα πρέπει να καλύπτονται με συλλογική σύμβαση.
Σήμερα, οι συμβάσεις καλύπτουν περίπου 800.000 εργαζόμενους, ενώ οι ενεργές συλλογικές συμβάσεις είναι μόλις 25.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, σε όλες τις περιπτώσεις, οι αυξήσεις που προβλέπονται ανά κλάδο εργαζομένων είναι υψηλότερες από τον κατώτατο μισθό (880 ευρώ μεικτά).
Τέσσερις αλλαγές που εξετάζονται
Οι βασικές αλλαγές που εξετάζονται, με στόχο την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων, είναι τέσσερις:
-
Δραστική μείωση του ποσοστού εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται για την επέκταση των συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου.
-
Διαφορετική πολιτική αυξήσεων για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, εντός αυστηρού πλαισίου.
-
Απλοποίηση των διαδικασιών του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), ώστε να λύνονται εξωδικαστικά οι διαφορές πριν την προσφυγή στη διαιτησία.
-
Απλοποίηση της νομιμοποίησης και εγγραφής συνδικαλιστών και εργοδοτικών εκπροσώπων στο ψηφιακό μητρώο που προβλέπει ο νόμος Χατζηδάκη, με την απόφαση του ΣτΕ να εκκρεμεί.
Θέση του Υπουργείου Εργασίας
Ο γενικός γραμματέας Απασχόλησης Νίκος Μηλαπίδης τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, επισημαίνοντας ότι «δεν πρέπει να γυρίσουμε πίσω στα λάθη του παρελθόντος», που οδήγησαν επιχειρήσεις σε κλείσιμο λόγω αδυναμίας εφαρμογής των αυξήσεων.
Τόνισε επίσης την ανάγκη για κουλτούρα συνεννόησης και συμβιβασμού, υπογραμμίζοντας ότι η διαιτησία πρέπει να εφαρμόζεται σε έσχατες περιπτώσεις.
Στόχος του υπουργείου είναι να δημιουργηθεί σταθερό σύστημα επέκτασης των συμβάσεων, αφού προηγηθεί οικονομική ανάλυση ανά κλάδο, ώστε να μετρηθούν η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα και η αντοχή των επιχειρήσεων.
Τέλος, σημείωσε ότι η εκπροσώπηση των φορέων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, καθώς υπάρχουν σημαντικοί κλάδοι —όπως τα σούπερ μάρκετ— που δεν διαθέτουν εργοδοτικό φορέα εκπροσώπησης, παρά το μεγάλο μέγεθος του τομέα.

