Η κυβέρνηση δέχεται έντονες πιέσεις – ακόμη και από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας – να βρεθεί «ανώδυνη» λύση για τις συντάξεις χηρείας, ένα ζήτημα που αφορά δεκάδες χιλιάδες δικαιούχους και έχει σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις.
Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει τρόπους εφαρμογής του ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου), ο οποίος προβλέπει περικοπές όταν ο επιζών εργάζεται ή λαμβάνει δική του σύνταξη. Η τελική απόφαση αναμένεται σύντομα, με μεγαλύτερο «αγκάθι» τα αναδρομικά από το 2020 και μετά.
Περίπου 100.000 δικαιούχοι του ιδιωτικού τομέα (κυρίως γυναίκες) αγωνιούν για ενδεχόμενη μείωση εισοδήματος και πιθανή επιστροφή καταβληθέντων της τελευταίας πενταετίας. Βάσει του ισχύοντος πλαισίου, μετά την τριετία, η σύνταξη χηρείας από 70% περιορίζεται σε 35% εφόσον ο δικαιούχος εργάζεται ή συνταξιοδοτείται. Η διάταξη εφαρμόστηκε από το 2020 σε Δημόσιο και πρώην ΟΓΑ, όμως δεν ενεργοποιήθηκε εγκαίρως στον ιδιωτικό τομέα λόγω ελλείψεων λογισμικού.
Στο τραπέζι βρίσκονται τρία σενάρια:
-
Περικοπή 50% της μικρότερης από τις δύο συντάξεις, όταν ο δικαιούχος λαμβάνει διπλή καταβολή.
-
Μείωση μόνο της εθνικής σύνταξης (σήμερα 427 €) κατά 35%, χωρίς να επηρεαστεί το ανταποδοτικό τμήμα.
-
Επιστροφή ποσών που ελήφθησαν από το 2020, αλλά σε πολλές δόσεις, ώστε να αποφευχθεί οικονομική ασφυξία.
Το ζήτημα επιβαρύνεται από το καθεστώς της εθνικής σύνταξης, η οποία καταβάλλεται από μία μόνο πηγή, ενώ αρκετοί χήροι/χήρες εισπράττουν περισσότερες. Νομικοί τονίζουν ότι εάν η ρύθμιση δεν εφαρμοστεί ενιαία, οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και του ΟΓΑ που υπέστησαν ήδη μειώσεις ενδέχεται να κινηθούν δικαστικά διεκδικώντας επιστροφές.
Βουλευτές της Ν.Δ. υπενθυμίζουν πως ο ν. 4387/2016 όρισε 70% της αρχικής σύνταξης για τρία χρόνια, και κατόπιν 35% αν υπάρχει εργασία ή προσωπική σύνταξη. Με τον ν. 4499/2017 θεσπίστηκε κατώτατο όριο στα 384 €, το οποίο από το 2025 αναπροσαρμόστηκε σε 436,40 €. Επιπλέον, σημειώνεται ότι οι δικαιούχοι του πρώην ΟΓΑ των οποίων ο θάνατος επήλθε πριν τις 13/5/2016 εξαιρούνται των ευνοϊκών προβλέψεων.
Στόχος του υπουργείου είναι μια λύση ισονομίας που να σέβεται τον νόμο, να μην εξαντλεί τους δικαιούχους και να μειώνει τον κίνδυνο μαζικών προσφυγών. Γι’ αυτό εξετάζονται σταδιακές προσαρμογές, προστατευτικές δικλίδες για ευάλωτους και μηχανισμοί δόσεων για τυχόν αναδρομικές απαιτήσεις. Παράλληλα, τεχνικά κλιμάκια εργάζονται στην αναβάθμιση πληροφοριακών συστημάτων, ώστε η εφαρμογή να είναι ομοιόμορφη σε όλους τους φορείς και να αποσαφηνιστεί πλήρως το πώς θα συνυπολογίζεται η εθνική με την ανταποδοτική σύνταξη.
Η τελική πολιτική επιλογή θα σταθμίσει δημοσιονομικό κόστος, κοινωνική δικαιοσύνη και νομικό ρίσκο, με την κυβέρνηση να δηλώνει ότι επιδιώκει τυπική συμμόρφωση αλλά και πραγματική προστασία για όσους εξαρτώνται από τη σύνταξη χηρείας για το βασικό τους βιοπορισμό.