Παρότι η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται ένα μέλλον γεμάτο καινοτομίες, η ραγδαία εξάπλωσή της κρύβει και σοβαρές προκλήσεις. Μία από τις πλέον ανησυχητικές είναι η αυξημένη ζήτηση για ενέργεια, που απειλεί με εκτόξευση τους λογαριασμούς ρεύματος.
Οι τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Google, η Amazon και η Microsoft, στην προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, επενδύουν τεράστια ποσά σε υπερσύγχρονα data centers, ενώ παράλληλα εξελίσσονται σε βασικούς “παίκτες” στον ενεργειακό τομέα.
Πριν από μερικά χρόνια, οι εταιρείες τεχνολογίας διαδραμάτιζαν έναν πιο ήπιο ρόλο στο ενεργειακό πεδίο, προωθώντας τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για λόγους περιβαλλοντικής ευθύνης. Πλέον, η κατάσταση έχει μεταβληθεί ριζικά. Η διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια, απαραίτητη τόσο για την εκπαίδευση όσο και για τη λειτουργία αλγορίθμων AI, έχει οδηγήσει τις εταιρείες να δημιουργούν δικά τους εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το παραδοσιακό μοντέλο των εταιρειών κοινής ωφελείας.
Οι ενεργοβόρες εγκαταστάσεις των data centers
Η ενέργεια που καταναλώνουν τα data centers είναι τόσο μεγάλη που συχνά συγκρίνεται με την κατανάλωση ολόκληρων πόλεων, όπως το Μανχάταν, ή ακόμη και με ορισμένες αμερικανικές πολιτείες. Τα κέντρα δεδομένων, μεγάλοι χώροι γεμάτοι διακομιστές, χρησιμοποίησαν το 2023 πάνω από το 4% της ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να τριπλασιαστεί και να φτάσει το 12% μέχρι το 2028.
Το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon εκτιμά πως, αν συνεχιστεί η τάση αυτή, οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθούν κατά περίπου 8% πανεθνικά έως το 2030. Σε περιοχές όπως η Βιρτζίνια, η αύξηση ενδέχεται να φτάσει ακόμα και το 25%. Στο Οχάιο, η μέση μηνιαία επιβάρυνση για ένα νοικοκυριό έχει ήδη φτάσει τα 15 δολάρια εξαιτίας των νέων data centers που κατασκευάζονται στην περιοχή. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: Ποιος τελικά θα πληρώσει για την αναβάθμιση του ηλεκτρικού δικτύου που απαιτείται για να υποστηρίξει αυτή την αυξημένη κατανάλωση;
Οι εταιρείες κοινής ωφέλειας αναγκάζονται να επενδύσουν δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή νέων γραμμών μεταφοράς και υποσταθμών, ώστε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις. Αν και παραδοσιακά αυτές οι επενδύσεις αποσβένονται με την πάροδο του χρόνου μέσω χρεώσεων σε όλους τους καταναλωτές, οι τεχνολογικές εταιρείες πλέον επιδιώκουν να επιβάλουν ένα διαφορετικό μοντέλο. Ασκούν πιέσεις σε κυβερνήσεις και ρυθμιστικές αρχές, προτείνοντας νέα τιμολογιακά σχήματα, μέσω των οποίων το κόστος θα επιμερίζεται κυρίως στους απλούς πολίτες και τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτή η πρακτική, που θεωρούνταν αδιανόητη μέχρι πρόσφατα, προκαλεί πλέον σοβαρές εντάσεις και συγκρούσεις.
Η σύγκρουση στο Οχάιο
Η κατάσταση κορυφώθηκε στο Οχάιο, όπου σημειώθηκε μια άνευ προηγουμένου αντιπαράθεση μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας και της τοπικής εταιρείας ηλεκτρισμού. Οι πρώτες πρότειναν ένα σχέδιο που θα τις επέτρεπε να καλύψουν μικρότερο μέρος του κόστους αναβάθμισης του δικτύου, μεταφέροντας το μεγαλύτερο βάρος στους απλούς καταναλωτές. Ύστερα από παρατεταμένες συζητήσεις και νομικές διαδικασίες, η Επιτροπή Δημόσιων Υπηρεσιών της Πολιτείας έλαβε την απόφαση να απορρίψει την πρόταση των τεχνολογικών εταιρειών, υποχρεώνοντάς τες να επωμιστούν το ανάλογο μερίδιο της δαπάνης. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε ορόσημο, δημιουργώντας προηγούμενο για αντίστοιχες μελλοντικές διαμάχες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος είναι η Βιρτζίνια, η οποία έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο κόμβο για data centers. Οι καταναλωτές εκεί έχουν αναγκαστεί να πληρώσουν εκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση του ενεργειακού δικτύου. Το οξύμωρο, όμως, είναι πως αρκετά από τα έργα που δικαιολογούσαν αυτές τις αυξήσεις καθυστέρησαν σημαντικά ή δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογικοί όμιλοι υποστηρίζουν πως τα κέντρα δεδομένων ενισχύουν την τοπική οικονομία και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, η άρνησή τους να αναλάβουν πλήρως το οικονομικό βάρος των ενεργειακών υποδομών γεννά σοβαρούς κινδύνους για τους καταναλωτές.
Η πρόοδος στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είναι ραγδαία, όμως οι υποδομές που απαιτούνται για να την υποστηρίξουν δεν συμβαδίζουν με τους ίδιους ρυθμούς. Το χάσμα αυτό μεταξύ τεχνολογικής ανάπτυξης και φυσικής υποστήριξης καθίσταται πλέον εμφανές. Αν οι εταιρείες τεχνολογίας συνεχίσουν να επεκτείνονται χωρίς να συμβάλλουν αναλογικά στην ενίσχυση των δικτύων ενέργειας, το τελικό κόστος θα επιβαρύνει τον μέσο πολίτη. Και όσο οι εφαρμογές AI πολλαπλασιάζονται, τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η ανάγκη για αξιόπιστη και βιώσιμη ενεργειακή υποδομή.