Η σύγκριση είναι εντυπωσιακή αλλά και αποκαλυπτική: οι επτά μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ — Alphabet (Google), Amazon, Apple, Meta, Microsoft, Nvidia και Tesla — είναι 20 φορές μεγαλύτερες σε κεφαλαιοποίηση από τις επτά κορυφαίες ευρωπαϊκές και έχουν δεκαπλάσια έσοδα. Η κυριαρχία αυτή εντάσσεται σε ένα γεωοικονομικό τοπίο που καθορίζεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία, μετατοπίζοντας την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.
Στην Ευρώπη, η τεχνολογική καθυστέρηση δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο. Όπως παρατηρούν οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, πρόκειται για μια πορεία φθίνουσας ανταγωνιστικότητας που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η ήπειρος υστερεί όχι μόνο στον αριθμό και το μέγεθος των εταιρειών, αλλά και στην ταχύτητα προσαρμογής της στις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως αποδεικνύεται χαρακτηριστικά στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Παρά τις φιλόδοξες εξαγγελίες, η ΕΕ επενδύει μόλις το 2% του ΑΕΠ της στην έρευνα και ανάπτυξη — ποσοστό θεωρητικά αξιόλογο, αλλά σε απόλυτα νούμερα πολύ χαμηλότερο από τις ΗΠΑ, όπου οι αντίστοιχες δαπάνες είναι έως και 50 φορές μεγαλύτερες. Επιπλέον, το επενδυτικό περιβάλλον παραμένει επιφυλακτικό και κατακερματισμένο.
Η Ευρώπη δεν στερείται ταλέντου ή καινοτομίας. Εταιρείες όπως η Spotify και η Supercell αποδεικνύουν ότι υπάρχει δυναμική. Ωστόσο, ειδικοί εντοπίζουν βαθύτερες παθογένειες: από πολιτισμικά εμπόδια, όπως οι αυστηρότερες εργατικές νομοθεσίες που αποθαρρύνουν τις γρήγορες στρατηγικές αλλαγές, έως το πολυεπίπεδο ρυθμιστικό περιβάλλον που δυσκολεύει τις επιχειρήσεις να κινηθούν ευέλικτα.