Οι πρώτοι οκτώ μήνες της θητείας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίστηκαν από αβεβαιότητα και απειλές για την παγκόσμια οικονομία, είτε αυτό προκύπτει από το δασμολογικό σοκ, είτε από την απειλή της ανεξαρτησίας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, είτε από μια αναδυόμενη μορφή κρατικού καπιταλισμού στις ΗΠΑ.
Ενώ πολλοί παράγοντες ανησυχούν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο με την κατάλληλη αφορμή, η κατάσταση απέχει πολύ από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις που έγιναν στην αρχή της θητείας του Αμερικανού προέδρου, όταν οι πιθανότητες ύφεσης αυξήθηκαν κατακόρυφα, οι αγορές κατέρρευσαν και οι τίτλοι των εφημερίδων ανησυχούσαν ακόμη και για την ακύρωση των Χριστουγέννων λόγω της κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου.
Αντ' αυτού, η αντίδραση των παγκόσμιων αγορών μετοχών και ομολόγων, καθώς και της οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον αξιοσημείωτη.
Μάλιστα, η παγκόσμια οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν και οι φόβοι για τον πληθωρισμό παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα.
«Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει σημαντική ανθεκτικότητα εν μέσω αυξημένης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας», έγραψαν πρόσφατα οι οικονομολόγοι της BNP Paribas, αποδίδοντάς την σε «ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες, ισχυρούς ισολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων, την υπόσχεση για αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη και χαμηλότερες τιμές ενέργειας, μεταξύ άλλων παραγόντων», σύμφωνα με το Reuters.
Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ότι ένας από τους βαθύτερους αρχικούς φόβους – για έναν εμπορικό πόλεμο με σταθερά αυξανόμενους δασμούς και διακοπή των παγκόσμιων μεταφορών – δεν έχει υλοποιηθεί.
«Καλές» οι προβλέψεις ανάπτυξης
Τουλάχιστον προς το παρόν, η - ασταθής ακόμα - ηρεμία έχει δώσει στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία κάποιο περιθώριο αναπνοής.
Παρά την ευρύτερη επιβράδυνση, η κεντρική τράπεζα της Κίνας άφησε αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο την Πέμπτη, και οι παρατηρητές της αγοράς ανέφεραν ότι οι ανθεκτικές εξαγωγές και η ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αγοράς επέτρεψαν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να μην επέμβουν.
Η ευρωζώνη τα πηγαίνει καλύτερα από το αναμενόμενο, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξάνει την περασμένη εβδομάδα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2025 στο 1,2% από 0,9% πέρυσι, εν μέσω αυτού που η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ χαρακτήρισε «ανθεκτικότητα της εγχώριας ζήτησης».
Η Ιταλία, που είναι βαρυφορτωμένη με χρέη, τακτοποιεί τα δημόσια της οικονομικά σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται να λάβει αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας από τη Fitch την Παρασκευή.
Η ραγδαία ανάπτυξη της Ισπανίας δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης και η Τράπεζα της Ισπανίας ανέβασε αυτή την εβδομάδα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη το 2025 στο 2,6%, καθώς ο τουρισμός και άλλοι τομείς στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, βρίσκεται στο κατώφλι ενός τεράστιου άλματος από τη στασιμότητα του τρέχοντος έτους σε αύξηση του ΑΕΠ που θα φτάσει το 1,5-2,0% το 2026 και το 2027, καθώς προχωρά σε μεγάλες δημόσιες δαπάνες για έργα υποδομών και άμυνας, σε συνδυασμό με μειώσεις φόρων.
«Το γερμανικό δημοσιονομικό σχέδιο θα αποτελέσει τεράστια στήριξη για την οικονομία από το 2026», δήλωσε η Caroline Gauthier, συνδιευθύντρια του τμήματος μετοχών της Edmond de Rothschild Asset Management.
Στην Ασία, οι Ιάπωνες υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εξακολουθούν να προσπαθούν να εξηγήσουν το αισιόδοξο κλίμα των κατασκευαστών, το οποίο, σύμφωνα με το Reuters Tankan, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών.
Οι αναδυόμενες οικονομίες διατηρούν τη δυναμική τους, υποστηριζόμενες από την αδυναμία του δολαρίου ΗΠΑ. Οι αναλυτές αναφέρουν ως φωτεινά σημεία τη Βραζιλία, το Μεξικό και την Ινδία, με την τελευταία να ελπίζει ότι οι μειώσεις φόρων θα τονώσουν την εγχώρια ζήτηση, αντισταθμίζοντας εν μέρει το πλήγμα που αναμένεται από τους αμερικανικούς δασμούς.