Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη και οι προοπτικές του παραμένουν ευνοϊκές. Ωστόσο, η φύση των αναδυόμενων κινδύνων διεθνώς, εν μέσω συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και ανόδου του εμπορικού προστατευτισμού, επιβάλλει εγρήγορση, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, το 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισ. ευρώ το 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων.
Δείτε ολη την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας - Μάιος 2025
Oι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκαν περαιτέρω, κυρίως μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,9% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 19,7% και πλέον ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,9% και TCR: 20,0% το Δεκέμβριο του 2024).
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το 2024 βελτιώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε σημαντικά σε 3,8% το Δεκέμβριο του 2024 (από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023). Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, το οποίο έχει συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (Δεκέμβριος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν ευνοϊκές, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Όπως επισημαίνει η έκιεση, η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος σε επίπεδο υψηλότερο από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα της οικονομίας, συμβάλλει στη διαμόρφωση θετικών προοπτικών για τον τραπεζικό τομέα. Τα καθαρά έσοδα τόκων αναμένεται να επηρεαστούν από τις πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων, ωστόσο, η επίδραση αυτή αναμένεται να αντισταθμιστεί εν μέρει από την ενίσχυση της ζήτησης νέων δανείων εκ μέρους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ 2021-2027), οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Επιπλέον, οι πρόσφατες εξαγορές τραπεζών στο εξωτερικό και μη τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα αναμένεται να συμβάλουν στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζικών ομίλων.
Ωστόσο, η ΤτΕ τονίζει ότι η φύση των αναδυόμενων κινδύνων διεθνώς επιβάλλει εγρήγορση. Οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και πολεμικές συγκρούσεις, αλλά και η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού, έχουν αναδιαμορφώσει το εξωτερικό περιβάλλον. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που αναδεικνύονται στην παρούσα συγκυρία. Ωστόσο, η φύση των υφιστάμενων κινδύνων διαφοροποιείται από τους παραδοσιακά αναγνωρισμένους κινδύνους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την αντιμετώπισή τους και απαιτεί τη συνδυαστική εφαρμογή των διαθέσιμων μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών εργαλείων πολιτικής, ώστε να παραμείνει ο τραπεζικός τομέας θωρακισμένος και σε τροχιά ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνεται, η διαφαινόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και ενδεχόμενη απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, θα μπορούσαν να επιφέρουν αρνητικές συνέπειες. «Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και η συνδυαστική εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας και της μακροπροληπτικής πολιτικής καθίσταται αναγκαία για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», τονίζει η ΤτΕ.