Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους για τα αποθέματα χρυσού, επενδύοντας ολοένα και περισσότερο σε αγορές απευθείας από μικρά και τοπικά ορυχεία. Αυτή η στροφή δεν είναι μόνο πιο οικονομική, αλλά ενισχύει και την τοπική οικονομία χωρίς να καταναλώνει πολύτιμα συναλλαγματικά αποθέματα, σύμφωνα με το CNBC.
Τοπικές αγορές χρυσού: Μια ανερχόμενη τάση
Χώρες όπως οι Φιλιππίνες και ο Ισημερινός εφαρμόζουν αυτό το μοντέλο εδώ και χρόνια. Πλέον, όμως, περισσότερες κεντρικές τράπεζες με πρόσβαση σε εγχώρια κοιτάσματα χρυσού υιοθετούν την ίδια τακτική. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού (WGC), 19 από τις 36 κεντρικές τράπεζες που συμμετείχαν στην πρόσφατη έρευνα δηλώνουν ότι αγοράζουν χρυσό απευθείας από ντόπιους βιοτέχνες και μικρούς μεταλλωρύχους, έναντι μόλις 14 από 57 πέρσι.
Η Αφρική και η Λατινική Αμερική πρωτοστατούν, με μικρής κλίμακας ορυχεία να πληθαίνουν λόγω των υψηλών τιμών χρυσού. «Η αυξημένη τιμή του μετάλλου έχει ενισχύσει την παραγωγή από μικρά ορυχεία», εξηγεί ο Shaokai Fan, επικεφαλής κεντρικών τραπεζών στην WGC.
Μέχρι πρόσφατα, οι κεντρικές τράπεζες αντλούσαν χρυσό από την εξωχρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου, αγοράζοντας ράβδους υψηλής καθαρότητας LGD (London Good Delivery) που αποθηκεύονται σε διεθνή θησαυροφυλάκια, όπως της Τράπεζας της Αγγλίας. Ωστόσο, η επεξεργασία και ο εξευγενισμός του μετάλλου για να πληροί τα διεθνή πρότυπα συχνά γίνεται στο εξωτερικό, αυξάνοντας το κόστος για τις χώρες χωρίς δικά τους διυλιστήρια LGD.
Η αύξηση των τιμών του χρυσού, αλλά και η ανάγκη προστασίας από γεωπολιτικές αναταράξεις, ωθούν τις τράπεζες να στραφούν στην εγχώρια παραγωγή. «Η τοπική παραγωγή είναι πιο συμφέρουσα και προστατεύει από διεθνείς κινδύνους», σημειώνει ο Adrian Ash, διευθυντής έρευνας στην BullionVault.