Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την Ευρώπη αυτό το καλοκαίρι προκάλεσαν βραχυπρόθεσμες οικονομικές απώλειες ύψους τουλάχιστον 43 δισ. ευρώ, με το κόστος να αναμένεται να αυξηθεί σε 126 δισ. ευρώ έως το 2029.
Η άμεση επίδραση στην οικονομία από ένα μόνο σκληρό καλοκαίρι με καύσωνα, ξηρασία και πλημμύρες ανήλθε στο 0,26% της οικονομικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2024. Οι μεγαλύτερες ζημιές σημειώθηκαν σε Κύπρο, Ελλάδα, Μάλτα και Βουλγαρία, όπου οι βραχυπρόθεσμες απώλειες ξεπέρασαν το 1% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ, δείκτης παρόμοιος με το ΑΕΠ). Ακολουθούν χώρες της Μεσογείου όπως οι Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, αναφέρει ο Guardian.
«Συντηρητικές» εκτιμήσεις
Την έρευνα πραγματοποίησαν οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου Μανχάιμ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τα αποτελέσματα «συντηρητικά», καθώς δεν περιλαμβάνουν τις πρωτοφανείς πυρκαγιές που σάρωσαν τη νότια Ευρώπη τον Αύγουστο ούτε τον συνδυασμό των επιπτώσεων ακραίων φαινομένων που πλήττουν ταυτόχρονα μια περιοχή.
«Το πραγματικό κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων εμφανίζεται σταδιακά, γιατί αγγίζει ζωές και μέσα διαβίωσης μέσω πολλών καναλιών, πέρα από το άμεσο πλήγμα», σχολίασε η οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ και κύριος συγγραφέας της μελέτης, Σεχρίς Ουσμάν.
Άμεσες και έμμεσες ζημιές
Οι επιστήμονες προσπαθούν να υπολογίσουν πόσο η υπερθέρμανση του πλανήτη επιδείνωσε τα φετινά ακραία φαινόμενα. Έρευνες δείχνουν ότι η κλιματική κατάρρευση έκανε 40 φορές πιο πιθανές τις συνθήκες πυρκαγιάς στην Ισπανία και την Πορτογαλία, και 10 φορές πιο πιθανές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Μόνο ο «αθόρυβα καταστροφικός» καύσωνας του Ιουνίου εκτιμάται ότι τριπλασίασε τους θανάτους σε 12 μεγάλες πόλεις λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που παγιδεύει θερμότητα.
Ενώ οι περισσότερες έρευνες για το οικονομικό κόστος της κλιματικής κατάρρευσης εξετάζουν τις άμεσες επιπτώσεις, όπως η καταστροφή περιουσιακών στοιχείων ή οι ασφαλισμένες ζημίες, οι συγγραφείς της νέας μελέτης χρησιμοποίησαν ιστορικές σχέσεις μεταξύ βίαιων καιρικών φαινομένων και οικονομικής παραγωγής για να υπολογίσουν τις δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως οι περιορισμένες ώρες εργασίας στα εργοτάξια κατά τη διάρκεια καυσώνων ή η διαταραχή των χρόνων μετακίνησης μετά από πλημμύρες που προκάλεσαν ζημιές στους σιδηροδρόμους.
Ο Γκερτ Μπάιενς, οικονομολόγος στην Εθνική Τράπεζα του Βελγίου, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι η διακοπή της εφοδιαστικής αλυσίδας ήταν ένα από τα πιο σημαντικά «κρυφά κόστη» που συνήθως δεν υπολογίζονται. Έφερε ως παράδειγμα τις πλημμύρες του 2021 στη χώρα του, όπου επιχειρήσεις μακριά από τις ζώνες καταστροφής είδαν τις πωλήσεις τους να καταρρέουν, επειδή είχαν προμηθευτές στις πληγείσες περιοχές.
Τέτοιες «κρυφές απώλειες» μπορούν να αυξήσουν το συνολικό κόστος έως και 30%, σημείωσε.
«Φυσικά, τέτοιες εκτιμήσεις συνοδεύονται από αβεβαιότητα, καθώς βασίζονται σε ιστορικούς μέσους όρους και δεν μπορούν ακόμη να αποτυπώσουν πλήρως τα σύνθετα γεγονότα», πρόσθεσε. «Αλλά το μεγάλο μήνυμα είναι σαφές: οι ακραίες καιρικές συνθήκες αφήνουν ήδη ένα σημαντικό οικονομικό αποτύπωμα και οι έμμεσες επιπτώσεις μπορεί να είναι εξίσου καταστροφικές με την άμεση καταστροφή», κατέληξε.