Η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις εξαιτίας του γηρασμένου και ενεργοβόρου κτηριακού της αποθέματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Απογραφής Κτιρίων 2021 της ΕΛΣΤΑΤ, το 64% των κτηρίων σε όλη την Ελλάδα και το 69% αυτών στην Αττική κατασκευάστηκαν μεταξύ 1946 και 1990, με την πλειονότητα να χρονολογείται από το 1950 ως το 1979. Τα κτήρια αυτά παρουσιάζουν υψηλή ενεργειακή κατανάλωση και ανεπαρκή θωράκιση απέναντι τόσο στην κλιματική κρίση όσο και στους σεισμούς – γεγονός ιδιαιτέρως ανησυχητικό για μια χώρα με έντονη σεισμική δραστηριότητα όπως η Ελλάδα.
Η ανακαίνιση τέτοιων παλαιών κατοικιών συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό βάρος για τους ιδιοκτήτες. Έρευνα της QED για την Alpha Bank δείχνει ότι μόνο το 20% των ιδιοκτητών σχεδιάζει να προχωρήσει σε εργασίες ανακαίνισης εντός έτους, ενώ το 28,7% εξετάζει το ενδεχόμενο να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων.
Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα της Focus Bari για τον Σύλλογο Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, το 56% των ιδιοκτητών δεν έχει πραγματοποιήσει καμία ανακαίνιση τα τελευταία πέντε χρόνια. Από όσους προχώρησαν σε σχετικές εργασίες, το 72% δαπάνησε έως 10.000 ευρώ, ενώ το 31% ξόδεψε από 2.000 έως 5.000 ευρώ, κυρίως για βασικές επεμβάσεις, όπως η αλλαγή κουφωμάτων ή η ανακαίνιση μπάνιου.
Για την τόνωση των ανακαινίσεων, το κράτος προσφέρει φορολογική έκπτωση έως 16.000 ευρώ – κατανεμημένη σε ορίζοντα πενταετίας – για δαπάνες που αφορούν την ενεργειακή, λειτουργική ή αισθητική βελτίωση ακινήτων. Η έκπτωση ισχύει μόνο για πληρωμές που γίνονται μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών και συνοδεύονται από επίσημα τιμολόγια.
Ωστόσο, η ανταπόκριση είναι μικρή, καθώς το κόστος των εργασιών και η υποχρέωση πληρωμής με «ηλεκτρονικό χρήμα» καθιστούν την επιβάρυνση μεγαλύτερη για τους ιδιοκτήτες.
Επιπλέον, οι ιδιοκτήτες που ανακαινίζουν ακίνητα έως 120 τ.μ. και τα διαθέτουν για μακροχρόνια μίσθωση τριετούς διάρκειας απαλλάσσονται από τη φορολόγηση του εισοδήματος που προκύπτει από τα ενοίκια, αξιοποιώντας έτσι και δεύτερη φορολογική ελάφρυνση.
Για την ένταξη στο μέτρο, οι δαπάνες για αγαθά δεν πρέπει να ξεπερνούν το ένα τρίτο του ποσού που δαπανάται για υπηρεσίες. Επιπλέον, όσοι έχουν ήδη ενταχθεί σε άλλα προγράμματα ανακαίνισης, όπως τα «Ανακαινίζω» ή «Εξοικονομώ», δεν έχουν δικαίωμα να λάβουν την έκπτωση φόρου.