Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο νέο έτος με ισχυρότερη αναπτυξιακή δυναμική σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επωφελούμενη παράλληλα από ευνοϊκές διεθνείς τάσεις, διαπιστώνει η Alpha Bank σε ανάλυσή της.
Οι ανακατατάξεις που συντελούνται στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον έχουν ενισχύσει το γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό αποτύπωμα της χώρας μας, σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ευρώπη επιδιώκει τη σταδιακή απεξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Η αυξανόμενη σημασία των θαλάσσιων μεταφορών υγροποιημένου φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τις διαθέσιμες υποδομές αποθήκευσης, δύναται να ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας ως αναδυόμενου ενεργειακού κόμβου για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, οι τάσεις αναδιάρθρωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων με μεταφορά δραστηριοτήτων είτε σε γεωπολιτικά φιλικές χώρες (friend-shoring), είτε σε χώρες κοντά στις αγορές-στόχους (near-shoring) θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν περαιτέρω τη θέση της Ελλάδας ως περιφερειακού διαμετακομιστικού κόμβου και να προσελκύσουν στρατηγικά σημαντικές επενδύσεις και σε τομείς πέραν της ενέργειας. Επιπρόσθετα, η διατηρούμενη ανοδική πορεία του παγκόσμιου τουρισμού ενισχύει την ελληνική οικονομία, αξιοποιώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, με πολλαπλά οφέλη, όπως, μεταξύ άλλων, η κάλυψη σημαντικού μέρους του εμπορικού ελλείμματος μέσω των ταξιδιωτικών εισπράξεων.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο νέο έτος έχοντας ως παρακαταθήκη μια σειρά ευνοϊκών εξελίξεων, όπως είναι, μεταξύ άλλων:
Πρώτον, η ανθεκτικότητα που συνεχίζει να επιδεικνύει η οικονομική μεγέθυνση. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2% σε ετήσια βάση το πρώτο εννεάμηνο του 2025, έναντι 1,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) και 1,5% στην Ευρωζώνη, παρατείνοντας μια περίοδο τεσσάρων συναπτών ετών κατά την οποία η ελληνική οικονομία καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Από τις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ από την πλευρά της ζήτησης, σημαντική θετική συνεισφορά είχαν η ιδιωτική κατανάλωση -ωθούμενη από την ενίσχυση των εισοδημάτων, την άνοδο της απασχόλησης και τις τουριστικές επιδόσεις- οι επενδύσεις, οι οποίες υποστηρίχθηκαν από ευρωπαϊκά κεφάλαια, καθώς και οι καθαρές εξαγωγές. Όλες οι κατηγορίες των επενδύσεων κινήθηκαν ανοδικά, με εξαίρεση τον τεχνολογικό εξοπλισμό που σημείωσε οριακή πτώση, με τις σημαντικότερες αυξήσεις να καταγράφονται στις επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό, κατοικίες και λοιπές κατασκευές.
Δεύτερον, η συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Το μέσο ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε στο 9% το πρώτο δεκάμηνο του 2025 το οποίο, αν και είναι το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ-27 μετά τα αντίστοιχα της Ισπανίας και της Φινλανδίας, έχει μειωθεί κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024. Κατά την ίδια περίοδο, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,4% σε ετήσια βάση, ενώ σύμφωνα με την μέτρηση του Οκτωβρίου οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 4,35 εκατομμύρια, σε επίπεδα δηλαδή που είχαν καταγραφεί για τελευταία φορά το 2010.
Τρίτον, οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις. Τα δημόσια οικονομικά, τα οποία στο παρελθόν αποτελούσαν μία από τις σημαντικότερες μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνιστούν πλέον ένα από τα ισχυρά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, με σημαντικό μέρος της βελτίωσης να αποδίδεται στα μέτρα που έχουν ληφθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης ύψους Ευρώ 12,4 δισ. το πρώτο δεκάμηνο του έτους, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει τις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και το 2025, σε μία περίοδο κατά την οποία η πλειονότητα των κρατών-μελών της ΕΕ-27 εκτιμάται ότι θα καταγράψει πρωτογενή ελλείμματα. Παράλληλα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της χώρας έχει μειωθεί σημαντικά από το 2020. Η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί το 2025[i], ως αποτέλεσμα της ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ, της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος και της ενεργητικής διαχείρισης του χρέους μέσω των πρόωρων αποπληρωμών αυτού, με πιο πρόσφατη την αποπληρωμή ύψους Ευρώ 5,3 δισ. από τα χορηγηθέντα δάνεια του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής του 2010. Η ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας αντανακλάται στις αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου από τους κύριους οίκους αξιολόγησης, καθώς και στην απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, η οποία διαμορφώνεται χαμηλότερα από την αντίστοιχη της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Τέταρτο, οι ισχυρές τουριστικές επιδόσεις. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία το 2025 αναμένεται να αποτελέσει το τρίτο συνεχόμενο έτος ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό. Συγκεκριμένα, το πρώτο δεκάμηνο του έτους η αύξηση των τουριστικών αφίξεων και εισπράξεων ήταν της τάξης του 4,4% και 8,9% αντίστοιχα, με θετικές, σε γενικές γραμμές, επιδόσεις από τις κυριότερες τουριστικές αγορές, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.
Οι προβλέψεις
Αναφορικά με τις προοπτικές για το νέο έτος, η δυναμική της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, με τον ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να υπερβαίνει τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, σύμφωνα με την Alpha Bank. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν τον κυριότερο μοχλό για την οικονομική μεγέθυνση, λαμβάνοντας ώθηση από τους πόρους ύψους Ευρώ 16,7 δισ. του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων. Παράλληλα, η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να αυξάνεται, επωφελούμενη, μεταξύ άλλων, από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος που προβλέπονται στον Προϋπολογισμό του 2026 και την αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο του νέου έτους.
Η βελτίωση στην αγορά εργασίας αναμένεται ότι θα συνεχιστεί, με το ποσοστό της ανεργίας να υποχωρεί περαιτέρω, αν και με βραδύτερο ρυθμό καθώς προσεγγίζει το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας. Οι πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες το 2025 ήταν εντονότερες στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, εκτιμάται ότι σταδιακά θα εξασθενήσουν, με την ενεργειακή συνιστώσα να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο, δεδομένου ότι σχετίζεται με τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Οι κίνδυνοι
Οι κυριότεροι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία το νέο έτος σχετίζονται με γεωπολιτικές εντάσεις, την εφαρμογή της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ενδεχόμενη υιοθέτηση νέων πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού, με φυσικές καταστροφές, αλλά και με καθυστερήσεις στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Επιπρόσθετα, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις, μεταξύ των οποίων:
(α) η σημαντικά χαμηλότερη συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-27,
(β) η απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας,
(γ) τα σχετικώς χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης -ιδίως των γυναικών και των νέων- και (δ) η ανάγκη σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράλληλα, σημαντική πρόκληση αποτελεί η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, η οποία συνδέεται άμεσα με την προώθηση της καινοτομίας, της έρευνας και ανάπτυξης, της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού σε αυτές.
Τέλος, η οικονομικά προσιτή στέγαση αποτελεί προτεραιότητα στην παρούσα συγκυρία τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Στα μέσα Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο (European Affordable Housing Plan) με στόχο, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση της προσφοράς στην αγορά κατοικίας και την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε μία νέα δέσμη μέτρων για το στεγαστικό ζήτημα προς την ίδια κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων ενός νέου προγράμματος επιδότησης για την ανακαίνιση κατοικιών, επιπρόσθετων περιορισμών στη βραχυχρόνια μίσθωση και ενός νέου πλαισίου κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα της προσιτής στέγης.

